crowd
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
crowd (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
crowd (en)
- (για πλήθος ανθρώπων) συγκεντρώνομαι σε μεγάλες ποσότητες, πλημμυρίζω ένα χώρο
- πιέζω με την παρουσία μου, στέκομαι πολύ κοντά του και τον κάνω να νιώθει άβολα