Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crowd crowds

crowd (en)

  1. το πλήθος (αντικειμένων)
  2. το πλήθος ανθρώπων, ο κόσμος
    ⮡  Crowds flowed into the stadium.
    Τα πλήθη συνέρρεαν στο στάδιο.
    1. (υποτιμητικά) μάζα
ενεστώτας crowd
γ΄ ενικό ενεστώτα crowds
αόριστος crowded
παθητική μετοχή crowded
ενεργητική μετοχή crowding

crowd (en)

  1. στριμώχνομαι, γεμίζω ένα μέρος ώστε να υπάρχει λίγος χώρος για κίνηση
    ⮡  Don’t all crowd together!
    Μη στριμώχνεστε όλοι μαζί!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  2. (ανεπίσημο) πιέζω με την παρουσία μου, στέκομαι πολύ κοντά του και τον κάνω να νιώθει άβολα
    ⮡  Don’t crowd me, give me time to think.
    Μη με πιέζεις, άσε μου χρόνο να σκεφτώ.

Παράγωγα

επεξεργασία