Ετυμολογία

επεξεργασία
crowded < crowd

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɹaʊdɪd/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός crowded
συγκριτικός more crowded
υπερθετικός most crowded

crowded (en)

  • κοσμοβριθής, γεμάτος, έχει πολύ κόσμο ή πάρα πολύ κόσμο
    ⮡  The stadium was crowded. There was not one free seat.
    Το γήπεδο ήταν γεμάτο. Δεν υπήρχε μία ελεύθερη θέση.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

crowded (en)