crowded
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- crowded < crowd
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | crowded |
συγκριτικός | more crowded |
υπερθετικός | most crowded |
crowded (en)
- κοσμοβριθής, γεμάτος, έχει πολύ κόσμο ή πάρα πολύ κόσμο
- ⮡ The stadium was crowded. There was not one free seat.
- Το γήπεδο ήταν γεμάτο. Δεν υπήρχε μία ελεύθερη θέση.
- ⮡ The stadium was crowded. There was not one free seat.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcrowded (en)