γεμάτος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γεμάτος | η | γεμάτη | το | γεμάτο |
γενική | του | γεμάτου | της | γεμάτης | του | γεμάτου |
αιτιατική | τον | γεμάτο | τη | γεμάτη | το | γεμάτο |
κλητική | γεμάτε | γεμάτη | γεμάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γεμάτοι | οι | γεμάτες | τα | γεμάτα |
γενική | των | γεμάτων | των | γεμάτων | των | γεμάτων |
αιτιατική | τους | γεμάτους | τις | γεμάτες | τα | γεμάτα |
κλητική | γεμάτοι | γεμάτες | γεμάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γεμάτος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γεμάτος