Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεμάτος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
πτώση
ενικός
ονομαστική
γεμάτ
ος
γεμάτ
η
γεμάτ
ο
γενική
γεμάτ
ου
γεμάτ
ης
γεμάτ
ου
αιτιατική
γεμάτ
ο
γεμάτ
η
γεμάτ
ο
κλητική
γεμάτ
ε
γεμάτ
η
γεμάτ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
γεμάτ
οι
γεμάτ
ες
γεμάτ
α
γενική
γεμάτ
ων
γεμάτ
ων
γεμάτ
ων
αιτιατική
γεμάτ
ους
γεμάτ
ες
γεμάτ
α
κλητική
γεμάτ
οι
γεμάτ
ες
γεμάτ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
γεμάτος
<
→ λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
γεμάτος
που δε χωράει άλλο,
πλήρης
εύσωμος
Συνώνυμα
Επεξεργασία
γεμισμένος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αγγλικά
:
full
(en)
γαλλικά
:
plein
(fr)
γερμανικά
:
voll
(de)
εσθονικά
:
täis
(et)
τουρκικά
:
dolu
(tr)