↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμάτος η γεμάτη το γεμάτο
      γενική του γεμάτου της γεμάτης του γεμάτου
    αιτιατική τον γεμάτο τη γεμάτη το γεμάτο
     κλητική γεμάτε γεμάτη γεμάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμάτοι οι γεμάτες τα γεμάτα
      γενική των γεμάτων των γεμάτων των γεμάτων
    αιτιατική τους γεμάτους τις γεμάτες τα γεμάτα
     κλητική γεμάτοι γεμάτες γεμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γεμάτος / γεμᾶτος < αρχαία ελληνική γέμω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝeˈma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐μά‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

γεμάτος

  1. που δε χωράει άλλο, πλήρης
  2. εύσωμος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμάτος < γέμω + -άτος[1] → δείτε και -ᾶτος

  Επίθετο

επεξεργασία

γεμάτος

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γεμάτος < μεσν. γεμᾶτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.