γεμάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γεμάτος | η | γεμάτη | το | γεμάτο |
γενική | του | γεμάτου | της | γεμάτης | του | γεμάτου |
αιτιατική | τον | γεμάτο | τη | γεμάτη | το | γεμάτο |
κλητική | γεμάτε | γεμάτη | γεμάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γεμάτοι | οι | γεμάτες | τα | γεμάτα |
γενική | των | γεμάτων | των | γεμάτων | των | γεμάτων |
αιτιατική | τους | γεμάτους | τις | γεμάτες | τα | γεμάτα |
κλητική | γεμάτοι | γεμάτες | γεμάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεμάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γεμάτος / γεμᾶτος < αρχαία ελληνική γέμω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μά‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαγεμάτος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γεμάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγεμάτος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γεμάτος < μεσν. γεμᾶτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γεμάτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γεμάτος (μονοτονικό σύστημα) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].