• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

γεμάτος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Συνώνυμα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!


πτώση ενικός
ονομαστική γεμάτος γεμάτη γεμάτο
γενική γεμάτου γεμάτης γεμάτου
αιτιατική γεμάτο γεμάτη γεμάτο
κλητική γεμάτε γεμάτη γεμάτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική γεμάτοι γεμάτες γεμάτα
γενική γεμάτων γεμάτων γεμάτων
αιτιατική γεμάτους γεμάτες γεμάτα
κλητική γεμάτοι γεμάτες γεμάτα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γεμάτος < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γεμάτος

  1. που δε χωράει άλλο, πλήρης
  2. εύσωμος

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • γεμισμένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

   
  • αγγλικά : full (en)
  • γαλλικά : plein (fr)
  • γερμανικά : voll (de)
  • εσθονικά : täis (et)
  • τουρκικά : dolu (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γεμάτος&oldid=4887849"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Νοεμβρίου 2020, στις 18:52

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Νοεμβρίου 2020, στις 18:52.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie