πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμάτος η γεμάτη το γεμάτο
      γενική του γεμάτου της γεμάτης του γεμάτου
    αιτιατική τον γεμάτο τη γεμάτη το γεμάτο
     κλητική γεμάτε γεμάτη γεμάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμάτοι οι γεμάτες τα γεμάτα
      γενική των γεμάτων των γεμάτων των γεμάτων
    αιτιατική τους γεμάτους τις γεμάτες τα γεμάτα
     κλητική γεμάτοι γεμάτες γεμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμάτος < γέμω + -άτος[1]  δείτε και -ᾶτος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. γεμάτος < μεσν. γεμᾶτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.