γεμᾶτος
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγεμᾶτος
- γεμάτος, ολοκληρωμένος
- ※ 15ος αιώνας _ ⌘ Γεώργιος Χούμνος Η Κοσμογέννησις [Kosmog.], 11
- ἦτον ὁ κόσμος σκοτεινὸς καὶ τὰ νερὰ γεμᾶτος
- ※ 15ος αιώνας _ ⌘ Γεώργιος Χούμνος Η Κοσμογέννησις [Kosmog.], 11
- ευτραφής
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- → δείτε γεμάτος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γεμάτος < μεσν. γεμᾶτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γεμάτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- γεμάτος (μονοτονικό σύστημα) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].