Δείτε επίσης: γεμάτος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμᾶτος < γέμω + -ᾶτος[1] → και δείτε -άτος και γεμάτος

  Επίθετο

επεξεργασία

γεμᾶτος

  1. γεμάτος, ολοκληρωμένος
    ※  15ος αιώνας _ Γεώργιος Χούμνος Η Κοσμογέννησις [Kosmog.], 11
    ἦτον ὁ κόσμος σκοτεινὸς καὶ τὰ νερὰ γεμᾶτος
  2. ευτραφής

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γεμάτος < μεσν. γεμᾶτος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.