ευτραφής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευτραφής | η | ευτραφής | το | ευτραφές |
γενική | του | ευτραφούς* | της | ευτραφούς | του | ευτραφούς |
αιτιατική | τον | ευτραφή | την | ευτραφή | το | ευτραφές |
κλητική | ευτραφή(ς) | ευτραφής | ευτραφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευτραφείς | οι | ευτραφείς | τα | ευτραφή |
γενική | των | ευτραφών | των | ευτραφών | των | ευτραφών |
αιτιατική | τους | ευτραφείς | τις | ευτραφείς | τα | ευτραφή |
κλητική | ευτραφείς | ευτραφείς | ευτραφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ευτραφής < ευ- + -τραφής / (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτραφής < εὖ + τρέφω
Επίθετο
επεξεργασία
ευτραφής, -ής, -ές
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εὐτραφής (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ευτραφής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευτραφής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)