τροφαντός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροφαντός < (άμεσο δάνειο) τουρκική turfanda < οθωμανική τουρκική ترفنده (türfende)
Επίθετο
επεξεργασίατροφαντός, -ή, -ό
- (αρχικώς για λαχανικά) που ωριμάζει πριν την κανονική του ώρα, πρώιμος[1]
- (μεταφορικά) καλοθρεμμένος, μεστωμένος[2]
- (συνεκδοχικά) ευτραφής, παχουλός, γεμάτος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ τροφαντός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας