Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεστωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεστωμέν
ος
η
μεστωμέν
η
το
μεστωμέν
ο
γενική
του
μεστωμέν
ου
της
μεστωμέν
ης
του
μεστωμέν
ου
αιτιατική
τον
μεστωμέν
ο
τη
μεστωμέν
η
το
μεστωμέν
ο
κλητική
μεστωμέν
ε
μεστωμέν
η
μεστωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεστωμέν
οι
οι
μεστωμέν
ες
τα
μεστωμέν
α
γενική
των
μεστωμέν
ων
των
μεστωμέν
ων
των
μεστωμέν
ων
αιτιατική
τους
μεστωμέν
ους
τις
μεστωμέν
ες
τα
μεστωμέν
α
κλητική
μεστωμέν
οι
μεστωμέν
ες
μεστωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μεστωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μεστώνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
άμεστος
αμέστωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μεστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεστωμένος