καλοθρεμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
καλοθρεμμένος
- που έχει τραφεί καλά κι έχει παχύνει ωραία
- φάγαμε μια καλοθρεμμένη παχουλή κότα, με πολύ νόστιμο κρέας
- ※ Αψηλός, καλοθρεμμένος, αρχοντόπαπας, με το μελιτζανί ατλαζένιο αντερί του, με τη φαρδιά μαύρη ζώνη .. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, 1954)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλοθρεμμένος