Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοθρεμμένος η καλοθρεμμένη το καλοθρεμμένο
      γενική του καλοθρεμμένου της καλοθρεμμένης του καλοθρεμμένου
    αιτιατική τον καλοθρεμμένο την καλοθρεμμένη το καλοθρεμμένο
     κλητική καλοθρεμμένε καλοθρεμμένη καλοθρεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοθρεμμένοι οι καλοθρεμμένες τα καλοθρεμμένα
      γενική των καλοθρεμμένων των καλοθρεμμένων των καλοθρεμμένων
    αιτιατική τους καλοθρεμμένους τις καλοθρεμμένες τα καλοθρεμμένα
     κλητική καλοθρεμμένοι καλοθρεμμένες καλοθρεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοθρεμμένος < καλο- + θρεμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θρέφω

  Μετοχή επεξεργασία

καλοθρεμμένος

  • που έχει τραφεί καλά κι έχει παχύνει ωραία
    φάγαμε μια καλοθρεμμένη παχουλή κότα, με πολύ νόστιμο κρέας
    ※  Αψηλός, καλοθρεμμένος, αρχοντόπαπας, με το μελιτζανί ατλαζένιο αντερί του, με τη φαρδιά μαύρη ζώνη .. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, 1954)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία