Ετυμολογία

επεξεργασία

παχαίνω, πρτ.: πάχαινα, αόρ.: πάχυνα, παθ.φωνή: παχαίνομαιμόνο στο ενεστωτικό θέμα

  1. (αμετάβατο) γίνομαι πιο παχύς, κερδίζω βάρος
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι πιο παχύ
    η παθητική φωνή μόνο στη μεταβατική σημασία, για ζώα[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία