παχαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παχαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παχ(ύνω) με μεταπλασμό σε -αίνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈçe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπαχαίνω, πρτ.: πάχαινα, αόρ.: πάχυνα, παθ.φωνή: παχαίνομαιμόνο στο ενεστωτικό θέμα
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο παχύς, κερδίζω βάρος
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι πιο παχύ
- η παθητική φωνή μόνο στη μεταβατική σημασία, για ζώα[1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παχαίνω | πάχαινα | θα παχαίνω | να παχαίνω | παχαίνοντας | |
β' ενικ. | παχαίνεις | πάχαινες | θα παχαίνεις | να παχαίνεις | πάχαινε | |
γ' ενικ. | παχαίνει | πάχαινε | θα παχαίνει | να παχαίνει | ||
α' πληθ. | παχαίνουμε | παχαίναμε | θα παχαίνουμε | να παχαίνουμε | ||
β' πληθ. | παχαίνετε | παχαίνατε | θα παχαίνετε | να παχαίνετε | παχαίνετε | |
γ' πληθ. | παχαίνουν(ε) | πάχαιναν παχαίναν(ε) |
θα παχαίνουν(ε) | να παχαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάχυνα | θα παχύνω | να παχύνω | παχύνει | ||
β' ενικ. | πάχυνες | θα παχύνεις | να παχύνεις | πάχυνε | ||
γ' ενικ. | πάχυνε | θα παχύνει | να παχύνει | |||
α' πληθ. | παχύναμε | θα παχύνουμε | να παχύνουμε | |||
β' πληθ. | παχύνατε | θα παχύνετε | να παχύνετε | παχύνετε | ||
γ' πληθ. | πάχυναν παχύναν(ε) |
θα παχύνουν(ε) | να παχύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παχύνει | είχα παχύνει | θα έχω παχύνει | να έχω παχύνει | ||
β' ενικ. | έχεις παχύνει | είχες παχύνει | θα έχεις παχύνει | να έχεις παχύνει | ||
γ' ενικ. | έχει παχύνει | είχε παχύνει | θα έχει παχύνει | να έχει παχύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παχύνει | είχαμε παχύνει | θα έχουμε παχύνει | να έχουμε παχύνει | ||
β' πληθ. | έχετε παχύνει | είχατε παχύνει | θα έχετε παχύνει | να έχετε παχύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παχύνει | είχαν παχύνει | θα έχουν παχύνει | να έχουν παχύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παχαίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 παχαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας