Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοντραίνω < χοντρ(ός) + -αίνω [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xonˈdɾe.no/ & /xoˈdɾe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ντραί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

χοντραίνω, πρτ.: χόντραινα, αόρ.: χόντρυνα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) παχαίνω, γίνομαι πιο χοντρός από ό,τι ήμουν
  2. (μεταβατικό)
    1. κάνω κάτι ή κάποιον πιο χοντρό
    2. κάνω κάποιον να φαίνεται πιο χοντρός
    3. κάνω τη φωνή μου πιο βαθιά και πιο χαμηλή
    4. (μεταφορικά) δίνω μεγαλύτερες από όσο πρέπει διαστάσεις ή έκταση σε κάτι
    5. (μεταφορικά) εκχυδαΐζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • χοντραίνει το παιχνίδι / το χοντρύναμε : όταν μια κατάσταση οξύνεται ή όταν το διακύβευμα γίνεται μεγαλύτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία