χοντραίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xonˈdɾe.no/ & /xoˈdɾe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντραί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαχοντραίνω, πρτ.: χόντραινα, αόρ.: χόντρυνα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) παχαίνω, γίνομαι πιο χοντρός από ό,τι ήμουν
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι ή κάποιον πιο χοντρό
- κάνω κάποιον να φαίνεται πιο χοντρός
- κάνω τη φωνή μου πιο βαθιά και πιο χαμηλή
- (μεταφορικά) δίνω μεγαλύτερες από όσο πρέπει διαστάσεις ή έκταση σε κάτι
- (μεταφορικά) εκχυδαΐζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- χοντραίνει το παιχνίδι / το χοντρύναμε : όταν μια κατάσταση οξύνεται ή όταν το διακύβευμα γίνεται μεγαλύτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χοντρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χοντραίνω | χόντραινα | θα χοντραίνω | να χοντραίνω | χοντραίνοντας | |
β' ενικ. | χοντραίνεις | χόντραινες | θα χοντραίνεις | να χοντραίνεις | χόντραινε | |
γ' ενικ. | χοντραίνει | χόντραινε | θα χοντραίνει | να χοντραίνει | ||
α' πληθ. | χοντραίνουμε | χοντραίναμε | θα χοντραίνουμε | να χοντραίνουμε | ||
β' πληθ. | χοντραίνετε | χοντραίνατε | θα χοντραίνετε | να χοντραίνετε | χοντραίνετε | |
γ' πληθ. | χοντραίνουν(ε) | χόντραιναν χοντραίναν(ε) |
θα χοντραίνουν(ε) | να χοντραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χόντρυνα | θα χοντρύνω | να χοντρύνω | χοντρύνει | ||
β' ενικ. | χόντρυνες | θα χοντρύνεις | να χοντρύνεις | χόντρυνε | ||
γ' ενικ. | χόντρυνε | θα χοντρύνει | να χοντρύνει | |||
α' πληθ. | χοντρύναμε | θα χοντρύνουμε | να χοντρύνουμε | |||
β' πληθ. | χοντρύνατε | θα χοντρύνετε | να χοντρύνετε | χοντρύνετε | ||
γ' πληθ. | χόντρυναν χοντρύναν(ε) |
θα χοντρύνουν(ε) | να χοντρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χοντρύνει | είχα χοντρύνει | θα έχω χοντρύνει | να έχω χοντρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις χοντρύνει | είχες χοντρύνει | θα έχεις χοντρύνει | να έχεις χοντρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει χοντρύνει | είχε χοντρύνει | θα έχει χοντρύνει | να έχει χοντρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε χοντρύνει | είχαμε χοντρύνει | θα έχουμε χοντρύνει | να έχουμε χοντρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε χοντρύνει | είχατε χοντρύνει | θα έχετε χοντρύνει | να έχετε χοντρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν χοντρύνει | είχαν χοντρύνει | θα έχουν χοντρύνει | να έχουν χοντρύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοντραίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χοντραίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας