thicken
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | thicken |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thickens |
αόριστος | thickened |
παθητική μετοχή | thickened |
ενεργητική μετοχή | thickening |
Ρήμα
επεξεργασίαthicken (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δένω, πήζω, για υγρά που γίνονται πυκνότερα ή παχύρρευστα ύστερα από μια ορισμένη διαδικασία
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω