Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɛt/
 

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός set
συγκριτικός more set
υπερθετικός most set

set (en)

  1. έτοιμος, προετοιμασμένος
  2. αποφασισμένος για κάτι
    set on getting to his destination - αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του
     συνώνυμα: determined, intent
  3. προκαθορισμένος
    a set menu, a set amount of time - προκαθορισμένο μενού, προκαθορισμένος χρόνος
     συνώνυμα: dictated, prearranged, predetermined, prescribed, specified
  4. σταθερός σε μία άποψη
    I'm dead set against the idea of smacking children to punish them.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: fixed, rigid
  5. (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
set sets

set (en)

  1. το σύνολο, το σετ
    I bought a set of chairs.
    Αγόρασα ένα σετ καρέκλες.
     συνώνυμα: suite
  2. η συλλογή, το σετ
    a set of tools - ένα σετ εργαλείων
  3. ένα αντικείμενο που αποτελείται από διάφορα μέρη
    a set of steps
  4. (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
  5. παρέα
    the country set
  6. ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο, ζουμπάς για καρφιά
    nail set
  7. το σκηνικό
     συνώνυμα: scenery
  8. (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών
  9. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
  10. (μετρήσιμο) ο δέκτης, ένα κομμάτι εξοπλισμού για τη λήψη τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σημάτων
    television set - δέκτης τηλεόρασης

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

(πληροφορική)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας set
γ΄ ενικό ενεστώτα sets
αόριστος set
παθητική μετοχή set
ενεργητική μετοχή setting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

set (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. βάζω, ρυθμίζω ένα ρολόι ή άλλο μηχάνημα για να είναι έτοιμο για χρήση ή στη θέση του
      I set the alarm at 6 a.m.
      Βάζω το ξυπνητήρι στις 6 π.μ.
    2. στρώνω, βάζω, ετοιμάζω το τραπέζι για γεύμα
      Please set the table for our guests.
      Παρακαλώ, στρώσε/βάλε το τραπέζι για τους καλεσμένους μας.
    3. δίνω, κάνω, διορθώνω κάτι για να το αντιγράψουν άλλοι ή να προσπαθήσουν να το πετύχουν
      He sets a good example.
      Δίνει το καλό παράδειγμα.
      My father set a record in wrestling.
      Ο πατέρας μου έκανε ρεκόρ στην πάλη.
    4. προσδιορίζω, ορίζω, βάζω, κανονίζω ή διορθώνω κάτι, αποφασίζω για κάτι
      The speed is set by a computer.
      Η ταχύτητα προσδιορίζεται από κομπιούτερ.
      Set the price you want.
      Όρισε την τιμή που θέλεις.
      to set the rent - να ορίσω το ενοίκιο (την τιμή ενοικίου)
      I set rules.
      Βάζω κανόνες.
    5. ορίζω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει ή μια εργασία ή στόχο να επιτύχει
      Who will set (=write the questions for) the examination papers/the History paper?
      Ποιος θα ορίσει τα θέματα των εξετάσεων/της Ιστορίας;
      Which books have been set for the exams?
      Ποια βιβλία έχουν οριστεί για τις εξετάσεις;
    6. διαδραματίζω, δίνω μια εικόνα, τοποθετώ την υπόθεση ενός έργου, περιγράφω κάτι εισαγωγικά
      He will set his next film in France.
      Η επόμενη ταινία του θα διαδραματίζεται στη Γαλλία. (απόδοση)
      I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
      Θα σου πω τι έγινε, αλλά πρώτα να σου δώσω μια εικόνα της σκηνής.
    7. βρίσκομαι σε συγκεκριμένο μέρος
      The church is set on a hill.
      Η εκκλησία βρίσκεται σ' ένα λόφο.
    8. βάζω κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη θέση
      Set the tray there.
      Βάλε τον δίσκο εκεί.
      She set the plates on the table.
      Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
       συνώνυμα: → δείτε τη λέξη put
    9. βάζω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αρχίζω να συμβαίνει κάτι
      I set him to chopping wood.
      Τον έβαλα να κόψει τα ξύλα.
      I set fire to something.
      Βάζω φωτιά σε κάτι.
    10. βάζω ένα σπασμένο κόκκαλο σε σταθερή θέση και το κρατάω εκεί, ώστε να επουλωθεί
      I set a bone.
      Βάζω ένα κόκκαλο (στη θέση του).
    11. μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
    12. φτιάχνω (σταυρόλεξο)
    13. (αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
  2. (αμετάβατο)
    1. για ένα ουράνιο σώμα, δύω
      The sun today will set at 7:15.
      Ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
       συνώνυμα: go down
    2. στερεοποιούμαι, σφίγγω, δένω, για κάτι αραιό που πήζει
      The cement did not set yet.
      Το τσιμέντο δεν έσφιξε/έδεσε ακόμα.
       συνώνυμα: thicken
    3. για φρούτα, δένω
      The apple blossoms/the apples did not set well this year.
      Οι μηλιές/τα μήλα δεν έδεσαν καλά φέτος.

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
set sets

  Ετυμολογία επεξεργασία

set < (άμεσο δάνειο) αγγλική set

  Προφορά επεξεργασία

ομόηχα: cet, cette, sept

  Ουσιαστικό επεξεργασία

set (fr) αρσενικό

  1. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
  2. όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
     συνώνυμα: set de table
  3. (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια



Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Αριθμητικό επεξεργασία

set (ca)



Οξιτανικά (oc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

set (oc)