Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛt/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός set
συγκριτικός more set
υπερθετικός most set

set (en)

  1. βρίσκομαι σε ορισμένη θέση
    ⮡  my village set on Mt. Parnon - το χωριό μου βρίσκεται στον Πάρνωνα
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) προκαθορισμένος, καθορισμένος, υποχρεωτικός
    ⮡  a set menu, a set amount of time - προκαθορισμένο μενού, προκαθορισμένος χρόνος
    ⮡  Hotel meals are at set times.
    Γεύματα στα ξενοδοχεία είναι σε καθορισμένες ώρες.
    ⮡  a list of set books for the final exams - κατάλογος υποχρεωτικών βιβλίων για τις τελικές εξετάσεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη predetermined
  3. αμετακίνητος, αποκρυσταλλωμένος, σταθερός, για απόψεις ή ιδέες που δεν είναι πιθανό να αλλάξουν
    ⮡  He is set in his ways.
    Είναι αμετακίνητος στις συνήθειές του.
    ⮡  The elderly have set ideas about almost everything.
    Οι ηλικιωμένοι έχουν αποκρυσταλλωμένες ιδέες σχεδόν για το καθετί.
    ⮡  a man of set habits and convictions - άνθρωπος με σταθερές συνήθειες και πεποιθήσεις
  4. έτοιμος, πανέτοιμος, προετοιμάζω, είναι πιθανό να κάνω κάτι· είμαι έτοιμος για κάτι
    ⮡  All set? Let’s go then!
    Όλοι έτοιμοι; Λοιπόν, φεύγουμε!
    ⮡  Get set!
    Στις θέσεις σας!
    ⮡  I was all set to leave when…
    Ήμουν πανέτοιμος να φύγω, όταν…
    ⮡  Our Olympians are arriving at the airport in the afternoon and crowds of people are set to welcome them.
    Οι ολυμπιονίκες μας φτάνουν στο αεροδρόμιο το απόγευμα και πλήθη λαού τους προετοιμάζουν καλωσόρισμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ready
  5. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) ακίνητος, μόνιμος, για την έκφραση ενός ατόμου· παγωμένος, τυπικός, σταθερό, όχι φυσικό
    ⮡  a set face/smile - ακίνητο πρόσωπο/μόνιμο χαμόγελο
    ⮡  The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
    Η αεροσυνοδός είχε πάντα ένα τυπικό/παγωμένο χαμόγελο καθώς σέρβιρε τους επιβάτες.
  6. (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
set sets

set (en)

  1. η σειρά, το σύνολο, η συλλογή, μια ομάδα παρόμοιων πραγμάτων που ανήκουν κατά κάποιο τρόπο μαζί
    ⮡  a set of tools - σειρά εργαλείων
    ⮡  a complete set of Greek stamps - μια πλήρη σειρά Ελληνικών γραμματοσήμων
    ⮡  a set of students/residents - σύνολο των μαθητών/των κατοίκων
    ⮡  a set of false teeth - ψεύτικη οδοντοστοιχία
  2. το σερβίτσιο, το σετ, μια ομάδα αντικειμένων που χρησιμοποιούνται μαζί
    ⮡  a tea set - σερβίτσιο του τσαγιού
    ⮡  a chess set - ένα σετ σκακιού
    ⮡  a set of golf clubs - σετ μπαστουνιών γκολφ
    ⮡  I bought a set of chairs.
    Αγόρασα ένα σετ καρέκλες.
  3. ο κύκλος, ο κόσμος, μια ομάδα ανθρώπων που έχουν παρόμοια ενδιαφέροντα και περνούν πολύ χρόνο μαζί κοινωνικά
    ⮡  the literary/political sets - οι φιλολογικοί/πολιτικοί κύκλοι
    ⮡  the jet set (the international aristocrats with money) - ο κύκλος των διεθνών μεγιστάνων (η διεθνής αριστοκρατία του χρήματος)
    ⮡  the smart set - ο κομψός κόσμος
  4. ο δέκτης, η συσκευή λήψης τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σημάτων
    ⮡  a TV set - δέκτης τηλεόρασης
  5. το σκηνικό που χρησιμοποιείται για θεατρικό έργο, ταινία κτλ.
    ⮡  A renowned set designer made the sets and the costumes.
    Γνωστός σκηνογράφος έκανε τα σκηνικά και τα κουστούμια.
     συνώνυμα: scenery
  6. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ, πινγκ πονγκ) το σετ
    ⮡  The final was decided by the last set.
    Ο τελικός κρίθηκε στο τελευταίο σετ.
  7. (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) το σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
    ⮡  Modern mathematics is based on set theory.
    Τα μοντέρνα μαθηματικά στηρίζονται στη θεωρία των συνόλων.
  8. (μόνο ενικός) η στάση, ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο ή το σώμα κάποιου είναι σε μια συγκεκριμένη έκφραση
    ⮡  I recognized him by the set of his shoulders.
    Τον γνώρισα από τη στάση των ώμων του.
  9. (μόνο ενικός) το χτένισμα, μια πράξη τακτοποίησης των μαλλιών σε ένα συγκεκριμένο στυλ ενώ είναι βρεγμένα
    ⮡  A shampoo and set is 15 euros.
    Λούσιμο και χτένισμα είναι 15 ευρώ.
  10. (και sett) η τρύπα ασβού
  11. ο βολβός, ένα νεαρό φυτό που μπορεί να φυτευτεί
    ⮡  onion sets - βολβοί κρεμμυδιού
  12. ζουμπάς, ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο
    ⮡  a nail set - ζουμπάς για καρφιά
  13. (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών

Συγγενικά

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

(πληροφορική)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας set
γ΄ ενικό ενεστώτα sets
αόριστος set
παθητική μετοχή set
ενεργητική μετοχή setting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

set (en)

  1. (μεταβατικό) βάζω, ρυθμίζω ένα ρολόι ή άλλο μηχάνημα για να είναι έτοιμο για χρήση ή στη θέση του
    ⮡  I set the alarm at 6 a.m.
    Βάζω το ξυπνητήρι στις 6 π.μ.
    ⮡  I am setting a clock.
    Ρυθμίζω ένα ρολόι.
    ⮡  I set the thermostat to 18°C.
    Ρύθμισα το θερμοστάτη στους 18°.
  2. (μεταβατικό) στρώνω, βάζω, ετοιμάζω το τραπέζι για γεύμα
    ⮡  Please set the table for our guests.
    Παρακαλώ, στρώσε/βάλε το τραπέζι για τους καλεσμένους μας.
  3. (μεταβατικό) δίνω, κάνω, διορθώνω κάτι για να το αντιγράψουν άλλοι ή να προσπαθήσουν να το πετύχουν
    ⮡  He sets a good example.
    Δίνει το καλό παράδειγμα.
    ⮡  My father set a record in wrestling.
    Ο πατέρας μου έκανε ρεκόρ στην πάλη.
  4. (μεταβατικό) βάζω, αναβάλλω, αναθέτω, ορίζω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει ή μια εργασία ή στόχο να επιτύχει
    ⮡  He set me to chopping wood.
    Μ' έβαλε να κόψω ξύλα.
    ⮡  I’ve set myself to learn English.
    Βάλθηκα να μάθω αγγλικά.
    ⮡  I set for myself a difficult task./I set myself to finish in ten days.
    Ανέλαβα δύσκολο έργο./Ανέβαλα να το τελειώσω σε δέκα μέρες.
    ⮡  He set her to various task.
    Της ανάθεσε διάφορα καθήκοντα.
    ⮡  Who will set (=write the questions for) the examination papers/the History paper?
    Ποιος θα ορίσει τα θέματα των εξετάσεων/της Ιστορίας;
    ⮡  Which books have been set for the exams?
    Ποια βιβλία έχουν οριστεί για τις εξετάσεις;
  5. (μεταβατικό) προσδιορίζω, ορίζω, βάζω, κανονίζω ή διορθώνω κάτι, αποφασίζω για κάτι
    ⮡  The speed is set by a computer.
    Η ταχύτητα προσδιορίζεται από κομπιούτερ.
    ⮡  Set the price you want.
    Όρισε την τιμή που θέλεις.
    ⮡  to set the rent - να ορίσω το ενοίκιο (την τιμή ενοικίου)
    ⮡  We are setting a date for the wedding.
    Ορίζουμε ημερομηνία για το γάμο.
    ⮡  I set rules.
    Βάζω κανόνες.
  6. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) διαδραματίζω, δίνω μια εικόνα, τοποθετώ την υπόθεση ενός έργου, περιγράφω κάτι εισαγωγικά
    ⮡  His next movie will be set in France.
    Η επόμενη ταινία του θα διαδραματίζεται στη Γαλλία.
    ⮡  I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
    Θα σου πω τι έγινε, αλλά πρώτα να σου δώσω μια εικόνα της σκηνής.
  7. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι σε συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  The church is set on a hill.
    Η εκκλησία βρίσκεται σ' ένα λόφο.
  8. (μεταβατικό) βάζω, θέτω, φέρω, βάζω κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  Set the tray there.
    Βάλε τον δίσκο εκεί.
    ⮡  She set the plates on the table.
    Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
    ⮡  He set his seal on the document.
    Έθεσε τη σφραγίδα του στο έγγραφο.
    ⮡  He set the glass to his lips.
    Έφερε το ποτήρι στα χείλη του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη put
  9. (μεταβατικό) βάζω, προκαλώ, κάνω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αρχίζω να συμβαίνει κάτι
    ⮡  I set fire to something.
    Βάζω φωτιά σε κάτι.
    ⮡  The news set me thinking.
    Τα νέα μ' έβαλαν σε σκέψεις/μ' έκαναν να σκεφτώ.
    ⮡  It’s time we set the machines in motion.
    Καιρός να βάλουμε μπρος τις μηχανές.
    ⮡  His jokes set everyone laughing.
    Τα αστεία του προκάλεσαν γενικό γέλιο/έκαναν όλους να γελάσουν.
    ⮡  He set them at ease.
    Τους έκανε να νιώθουν άνετα.
  10. (αμετάβατο) δύω, για ένα ουράνιο σώμα
    ⮡  The sun today will set at 7:15.
    Ο ήλιος σήμερα θα δύσει στις 7:15.
     συνώνυμα: go down
  11. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) δένω, διακοσμώ, βάζω μια πολύτιμη πέτρα σε ένα κόσμημα
    ⮡  I set a diamond in gold.
    Δένω ένα διαμάντι σε χρυσό.
    ⮡  a crown set with jewels - στέμμα διακοσμημένο με πετράδια
  12. (αμετάβατο) στερεοποιούμαι, σφίγγω, πήζω, δένω, για κάτι αραιό που πήζει
    ⮡  The jelly did not set yet.
    Ο ζελές δεν έδεσε/έπηξε ακόμα.
    ⮡  Some kinds of cement set faster than others.
    Μερικά είδη τσιμέντου σφίγγουν πιο γρήγορα από άλλα.
     συνώνυμα: thicken
  13. (μεταβατικό) τακτοποιώ τα μαλλιά κάποιου ενώ είναι βρεγμένα ώστε να στεγνώνουν με συγκεκριμένο στυλ
    ⮡  The hairdresser set her hair.
    Ο κομμωτής της τακτοποίησε τα μαλλιά.
  14. (μεταβατικό και αμετάβατο) βάζω ένα σπασμένο κόκκαλο σε σταθερή θέση και το κρατάω εκεί, ώστε να επουλωθεί
    ⮡  I set a bone.
    Βάζω ένα κόκκαλο (στη θέση του).
  15. (μεταβατικό) μελοποιώ, βάζω, γράφω μουσική με τα λόγια
    ⮡  I set a poem to music.
    Μελοποιώ ένα ποίημα.
    ⮡  I am setting new words to an old tune.
    Βάζω καινούρια λόγια σε παλιό σκοπό.
  16. (μεταβατικό) μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
  17. (μεταβατικό) φτιάχνω (σταυρόλεξο)
  18. (μεταβατικό, αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
  19. (αμετάβατο) για φρούτα, δένω
    ⮡  The apple blossoms/the apples did not set well this year.
    Οι μηλιές/τα μήλα δεν έδεσαν καλά φέτος.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
set sets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
set < (άμεσο δάνειο) αγγλική set

  Προφορά

επεξεργασία
ομόηχα: cet, cette, sept

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

set (fr) αρσενικό

  1. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
  2. όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
     συνώνυμα: set de table
  3. (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια



  Αριθμητικό

επεξεργασία

set (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

set (oc)