set
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | set |
συγκριτικός | more set |
υπερθετικός | most set |
set (en)
- έτοιμος, προετοιμασμένος
- αποφασισμένος για κάτι
- ↪ set on getting to his destination - αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του
- ≈ συνώνυμα: determined, intent
- προκαθορισμένος
- ↪ a set menu, a set amount of time - προκαθορισμένο μενού, προκαθορισμένος χρόνος
- ≈ συνώνυμα: dictated, prearranged, predetermined, prescribed, specified
- σταθερός σε μία άποψη
- (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ
Εκφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
set | sets |
set (en)
- το σύνολο, το σετ
- η συλλογή, το σετ
- ↪ a set of tools - ένα σετ εργαλείων
- ένα αντικείμενο που αποτελείται από διάφορα μέρη
- ↪ a set of steps
- (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
- παρέα
- ↪ the country set
- ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο, ζουμπάς για καρφιά
- ↪ nail set
- το σκηνικό
- (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
- (μετρήσιμο) ο δέκτης, ένα κομμάτι εξοπλισμού για τη λήψη τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σημάτων
- ↪ television set - δέκτης τηλεόρασης
επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
(πληροφορική)
- collection
- non-sequential (data structure)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | set |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets |
αόριστος | set |
παθητική μετοχή | set |
ενεργητική μετοχή | setting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
set (en)
- (μεταβατικό)
- βάζω, ρυθμίζω ένα ρολόι ή άλλο μηχάνημα για να είναι έτοιμο για χρήση ή στη θέση του
- ↪ I set the alarm at 6 a.m.
- Βάζω το ξυπνητήρι στις 6 π.μ.
- ↪ I set the alarm at 6 a.m.
- στρώνω, βάζω, ετοιμάζω το τραπέζι για γεύμα
- ↪ Please set the table for our guests.
- Παρακαλώ, στρώσε/βάλε το τραπέζι για τους καλεσμένους μας.
- ↪ Please set the table for our guests.
- δίνω, κάνω, διορθώνω κάτι για να το αντιγράψουν άλλοι ή να προσπαθήσουν να το πετύχουν
- ↪ He sets a good example.
- Δίνει το καλό παράδειγμα.
- ↪ My father set a record in wrestling.
- Ο πατέρας μου έκανε ρεκόρ στην πάλη.
- ↪ He sets a good example.
- προσδιορίζω, ορίζω, βάζω, κανονίζω ή διορθώνω κάτι, αποφασίζω για κάτι
- ↪ The speed is set by a computer.
- Η ταχύτητα προσδιορίζεται από κομπιούτερ.
- ↪ Set the price you want.
- Όρισε την τιμή που θέλεις.
- ↪ to set the rent - να ορίσω το ενοίκιο (την τιμή ενοικίου)
- ↪ I set rules.
- Βάζω κανόνες.
- ↪ The speed is set by a computer.
- ορίζω, δίνω σε κάποιον μια δουλειά να κάνει ή μια εργασία ή στόχο να επιτύχει
- ↪ Who will set (=write the questions for) the examination papers/the History paper?
- Ποιος θα ορίσει τα θέματα των εξετάσεων/της Ιστορίας;
- ↪ Which books have been set for the exams?
- Ποια βιβλία έχουν οριστεί για τις εξετάσεις;
- ↪ Who will set (=write the questions for) the examination papers/the History paper?
- διαδραματίζω, δίνω μια εικόνα, τοποθετώ την υπόθεση ενός έργου, περιγράφω κάτι εισαγωγικά
- ↪ He will set his next film in France.
- Η επόμενη ταινία του θα διαδραματίζεται στη Γαλλία. (απόδοση)
- ↪ I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
- Θα σου πω τι έγινε, αλλά πρώτα να σου δώσω μια εικόνα της σκηνής.
- ↪ He will set his next film in France.
- βρίσκομαι σε συγκεκριμένο μέρος
- ↪ The church is set on a hill.
- Η εκκλησία βρίσκεται σ' ένα λόφο.
- ↪ The church is set on a hill.
- βάζω κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη θέση
- βάζω, προκαλώ κάποιον ή κάτι να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, αρχίζω να συμβαίνει κάτι
- ↪ I set him to chopping wood.
- Τον έβαλα να κόψει τα ξύλα.
- ↪ I set fire to something.
- Βάζω φωτιά σε κάτι.
- ↪ I set him to chopping wood.
- βάζω ένα σπασμένο κόκκαλο σε σταθερή θέση και το κρατάω εκεί, ώστε να επουλωθεί
- ↪ I set a bone.
- Βάζω ένα κόκκαλο (στη θέση του).
- ↪ I set a bone.
- μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
- φτιάχνω (σταυρόλεξο)
- (αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
- βάζω, ρυθμίζω ένα ρολόι ή άλλο μηχάνημα για να είναι έτοιμο για χρήση ή στη θέση του
- (αμετάβατο)
- για ένα ουράνιο σώμα, δύω
- στερεοποιούμαι, σφίγγω, δένω, για κάτι αραιό που πήζει
- για φρούτα, δένω
- ↪ The apple blossoms/the apples did not set well this year.
- Οι μηλιές/τα μήλα δεν έδεσαν καλά φέτος.
- ↪ The apple blossoms/the apples did not set well this year.
επεξεργασία
Εκφράσεις
επεξεργασία
- Weisenberg, Michael (2000) The Official Dictionary of Poker. MGI/Mike Caro University. ISBN 978-1880069523
Πηγές επεξεργασία
- set (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- set (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- set (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 210, 211, 632, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, δέκτης, δένω, ορίζω, σφίγγω
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
set | sets |
Ετυμολογία επεξεργασία
- set < (άμεσο δάνειο) αγγλική set
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
set (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
- όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
- (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Αριθμητικό επεξεργασία
set (ca)
Οξιτανικά (oc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
set (oc)
- η δίψα