ενεστώτας set back
γ΄ ενικό ενεστώτα sets back
αόριστος set back
παθητική μετοχή set back
ενεργητική μετοχή setting back

Ετυμολογία

επεξεργασία
set back <  δείτε τις λέξεις set και back

set back (en)

  1. εμποδίζω, ρίχνω πίσω, καθυστερώ την πρόοδο κάτι ή κάποιου για συγκεκριμένο χρόνο
    παράδειγμα  All our efforts for reform have been set back.
    Όλες μας οι προσπάθειες για μεταρρύθμιση εμποδίστηκαν.
    παράδειγμα  The weather set back harvesting.
    Ο καιρός έριξε πίσω το θερισμό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay
  2. (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) κοστίζω, ρίχνω πίσω οικονομικά, κοστίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
    παράδειγμα  This meal set me back 30 euros.
    Αυτό το γεύμα μου κόστισε 30 ευρώ.
    παράδειγμα  My daughter’s wedding set me back quite a bit.
    Ο γάμος της κόρης μου μ' έριξε πολύ πίσω οικονομικά.
  3. (συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι σε απόσταση, ειδικά για ένα κτίριο
    παράδειγμα  The house is well set back from the road.
    Το σπίτι είναι σε αρκετή απόσταση απ' το δρόμο.