set back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | set back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets back |
αόριστος | set back |
παθητική μετοχή | set back |
ενεργητική μετοχή | setting back |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαset back (en)
- εμποδίζω, ρίχνω πίσω, καθυστερώ την πρόοδο κάτι ή κάποιου για συγκεκριμένο χρόνο
- (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) κοστίζω, ρίχνω πίσω οικονομικά, κοστίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
- ⮡ This meal set me back 30 euros.
- Αυτό το γεύμα μου κόστισε 30 ευρώ.
- ⮡ My daughter’s wedding set me back quite a bit.
- Ο γάμος της κόρης μου μ' έριξε πολύ πίσω οικονομικά.
- ⮡ This meal set me back 30 euros.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι σε απόσταση, ειδικά για ένα κτίριο
- ⮡ The house is well set back from the road.
- Το σπίτι είναι σε αρκετή απόσταση απ' το δρόμο.
- ⮡ The house is well set back from the road.
Πηγές
επεξεργασία- set back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω