back
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
back (en)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
back (en)
- η πλάτη
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- on one's back: ανάσκελα
- I usually sleep on my back - συνήθως κοιμάμαι ανάσκελα
- behind one’s back: πίσω από την πλάτη κάποιου
- have sb at one’s back: έχω την υποστήριξη/τις πλάτες κάποιου
- put/get sb’s back up: τσαντίζω κπ
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Σουηδικά (sv) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
back (sv)
- η πλάτη