back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαback (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- πίσω, πισινός
- ⮡ the back door - η πίσω πόρτα
- ⮡ the back entrance - η πισινή είσοδος
- ⮡ back teeth - πισινά δόντια
- περασμένος
- ⮡ the back issues of a magazine - τα περασμένα τεύχη ενός περιοδικού
- καθυστερημένος, που οφείλονται για ένα διάστημα στο παρελθόν
- ⮡ back taxes - καθυστερημένοι φόροι
- ⮡ back rent - καθυστερημένα ενοίκια
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | back |
συγκριτικός | more back |
υπερθετικός | most back |
back (en)
- (χωρίς παραθετικά) πίσω, πάλι, ξαναγίνομαι, γυρίζω, επιστρέφω στο μέρος, την κατάσταση ή τη δραστηριότητα όπου κάποιος ή κάτι ήταν πριν
- ⮡ Go back to your place.
- Πήγαινε πίσω/πάλι στη θέση σου.
- ⮡ As soon as I finish, I will give it back to you.
- Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
- ⮡ The political situation is back to normal again.
- Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
- ⮡ What time will we be back home?
- Τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι;
- ⮡ I will be back by six.
- Θα επιστρέψω μέχρι τις έξι.
- ⮡ Go back to your place.
- πίσω
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
back | backs |
back (en)
- (ανατομία) η πλάτη, η ράχη, το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
- (συνήθως ενικός) το πίσω μέρος, το μέρος του κάτι που είναι πιο μακριά από το μπροστινό μέρος
- ⮡ the back of the house - το πίσω (μέρος) του σπιτιού
- ⮡ at the back of the church - στο πίσω μέρος της εκκλησίας
- ⮡ His voice didn’t reach the back of the hall.
- Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
- η πλάτη, η ράχη μιας καρέκλας, ενός καναπέ
- η πλάτη, η ράχη, η πίσω επιφάνεια πλατιού αντικειμένου
- ⮡ the back of the shovel - η πλάτη του φτυαριού
- ⮡ the back of the hand - η ράχη του χεριού
- η πλάτη, το πίσω τμήμα ρούχου
- ⮡ The jacket/the coat/the dress is tight on me in the back.
- Το σακάκι/το παλτό/το φόρεμα με στενεύει στην πλάτη.
- ⮡ The jacket/the coat/the dress is tight on me in the back.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backs |
αόριστος | backed |
παθητική μετοχή | backed |
ενεργητική μετοχή | backing |
back (en)
- (μεταβατικό) υποστηρίζω, ενθαρρύνω κάποιον ή του δίνω βοήθεια· δίνω οικονομική υποστήριξη σε κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό) υποστηρίζω και συμφωνώ με κάποιον ή κάτι
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) στηρίζω, βοηθάω να αποδείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
- (μεταβατικό) στοιχηματίζω, ποντάρω χρήματα σε ένα άλογο σε έναν αγώνα, μια ομάδα σε έναν διαγωνισμό κτλ.
- ⮡ I am backing a horse.
- Στοιχηματίζω σ' ένα άλογο.
- ⮡ Which horse are you backing?
- Ποιο άλογο ποντάρεις;
- ⮡ I am backing a horse.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ κάτι προς τα πίσω ή κινούμαι προς τα πίσω
- ⮡ He backed out of the garage.
- Βγήκε από το γκαράζ με την όπισθεν.
- ⮡ He backed out of the garage.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι πίσω από κάτι
- ⮡ Our house is backed by theirs.
- Το σπίτι μας είναι πίσω από το δικό τους.
- ⮡ Our house is backed by theirs.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- back (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- back (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- back (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- back (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 921. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, υποστηρίζω
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαback (sv)
- η πλάτη