Επίθετο

επεξεργασία

back (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. πίσω, πισινός
    ⮡  the back door - η πίσω πόρτα
    ⮡  the back entrance - η πισινή είσοδος
    ⮡  back teeth - πισινά δόντια
  2. περασμένος
    ⮡  the back issues of a magazine - τα περασμένα τεύχη ενός περιοδικού
  3. καθυστερημένος, που οφείλονται για ένα διάστημα στο παρελθόν
    ⮡  back taxes - καθυστερημένοι φόροι
    ⮡  back rent - καθυστερημένα ενοίκια

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός back
συγκριτικός more back
υπερθετικός most back

back (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) πίσω, πάλι, ξαναγίνομαι, γυρίζω, επιστρέφω στο μέρος, την κατάσταση ή τη δραστηριότητα όπου κάποιος ή κάτι ήταν πριν
    ⮡  Go back to your place.
    Πήγαινε πίσω/πάλι στη θέση σου.
    ⮡  As soon as I finish, I will give it back to you.
    Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
    ⮡  The political situation is back to normal again.
    Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
    ⮡  What time will we be back home?
    Τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι;
    ⮡  I will be back by six.
    Θα επιστρέψω μέχρι τις έξι.
  2. πίσω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
back backs

back (en)

  1. (ανατομία) η πλάτη, η ράχη, το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
    ⮡  Doctor, my back hurts.
    Γιατρέ, πονάει η πλάτη μου.
    ⮡  She had the baby on her back.
    Είχε το μωρό στη ράχη της.
    ⮡  Does your lower back hurt?
    Πονάει η μέση σου;
    ⮡  I usually sleep on my back.
    Συνήθως κοιμάμαι ανάσκελα.
  2. (συνήθως ενικός) το πίσω μέρος, το μέρος του κάτι που είναι πιο μακριά από το μπροστινό μέρος
    ⮡  the back of the house - το πίσω (μέρος) του σπιτιού
    ⮡  at the back of the church - στο πίσω μέρος της εκκλησίας
    ⮡  His voice didn’t reach the back of the hall.
    Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
  3. η πλάτη, η ράχη μιας καρέκλας, ενός καναπέ
  4. η πλάτη, η ράχη, η πίσω επιφάνεια πλατιού αντικειμένου
    ⮡  the back of the shovel - η πλάτη του φτυαριού
    ⮡  the back of the hand - η ράχη του χεριού
  5. η πλάτη, το πίσω τμήμα ρούχου
    ⮡  The jacket/the coat/the dress is tight on me in the back.
    Το σακάκι/το παλτό/το φόρεμα με στενεύει στην πλάτη.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας back
γ΄ ενικό ενεστώτα backs
αόριστος backed
παθητική μετοχή backed
ενεργητική μετοχή backing

back (en)

  1. (μεταβατικό) υποστηρίζω, ενθαρρύνω κάποιον ή του δίνω βοήθεια· δίνω οικονομική υποστήριξη σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  She backed me at the start of my career.
    Με υποστήριξε στην αρχή της καριέρας μου.
    ⮡  They took over backing the business with their own funds.
    Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη support
  2. (μεταβατικό) υποστηρίζω και συμφωνώ με κάποιον ή κάτι
    ⮡  I am backing the plan.
    Υποστηρίζω το σχέδιο.
    ⮡  I will back your proposal.
    Θα υποστηρίξω την πρότασή σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη support
  3. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) στηρίζω, βοηθάω να αποδείξω ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  Your claim is not supported by evidence.
    Η αξίωσή σου δε στηρίζεται σε αποδείξεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη support
  4. (μεταβατικό) στοιχηματίζω, ποντάρω χρήματα σε ένα άλογο σε έναν αγώνα, μια ομάδα σε έναν διαγωνισμό κτλ.
    ⮡  I am backing a horse.
    Στοιχηματίζω σ' ένα άλογο.
    ⮡  Which horse are you backing?
    Ποιο άλογο ποντάρεις;
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινώ κάτι προς τα πίσω ή κινούμαι προς τα πίσω
    ⮡  He backed out of the garage.
    Βγήκε από το γκαράζ με την όπισθεν.
  6. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) βρίσκομαι πίσω από κάτι
    ⮡  Our house is backed by theirs.
    Το σπίτι μας είναι πίσω από το δικό τους.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

back (sv)