καθυστερημένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθυστερημένος <
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καθυστερώ
- (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retardé
- συνεκδοχικά από την πάθηση
Μετοχή
καθυστερημένος αρσενικό, καθυστερημένη θηλυκό, καθυστερημένο ουδέτερο
- που έρχεται ή γίνεται μετά από την καθορισμένη χρονική στιγμή
- συνάντησα κίνηση κι έφτασα στο ραντεβού καθυστερημένος
- άτομο που πάσχει από διανοητική αναπηρία
- (χυδαία) βλάκας
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
που σχετίζεται με χρονική στιγμή
που πάσχει από διανοητική αναπηρία
|