↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργοπορημένος η αργοπορημένη το αργοπορημένο
      γενική του αργοπορημένου της αργοπορημένης του αργοπορημένου
    αιτιατική τον αργοπορημένο την αργοπορημένη το αργοπορημένο
     κλητική αργοπορημένε αργοπορημένη αργοπορημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργοπορημένοι οι αργοπορημένες τα αργοπορημένα
      γενική των αργοπορημένων των αργοπορημένων των αργοπορημένων
    αιτιατική τους αργοπορημένους τις αργοπορημένες τα αργοπορημένα
     κλητική αργοπορημένοι αργοπορημένες αργοπορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργοπορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αργοπορώ

αργοπορημένος

  • αυτός που έχει καθυστερήσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία