Ετυμολογία

επεξεργασία
καθυστερημένα < καθυστερημένος

  Επίρρημα

επεξεργασία

καθυστερημένα

  • με καθυστέρηση, όχι την προγραμματισμένη ή αναμενόμενη ώρα ή ημέρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία