πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιγμή οι στιγμές
      γενική της στιγμής των στιγμών
    αιτιατική τη στιγμή τις στιγμές
     κλητική στιγμή στιγμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιγμή θηλυκό

  1. μικρό χρονικό διάστημα
  2. η κατάλληλη ευκαιρία
  3. περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
  4. (γραμματική, παρωχημένο) τελεία (σημείο στίξης)
    παράδειγμα  άνω στιγμή, διπλή στιγμή
  5. (μουσική) σημείο που τοποθετείται πάνω ή δίπλα στο σημείο της νότας, μεταβάλλοντας την ποιότητα ή την έντασή της
  6. (τυπογραφία) η μικρότερη μονάδα μέτρησης μεγέθους (1/72ο της ίντσας ή 1στ.=0,3528 χιλ.) των τυπογραφικών στοιχείων· δώδεκα στιγμές κάνουν ένα τετράγωνο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα στιγμ-

για άλλα θέματα  δείτε στίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στιγμή αἱ στιγμαί
      γενική τῆς στιγμῆς τῶν στιγμῶν
      δοτική τῇ στιγμ ταῖς στιγμαῖς
    αιτιατική τὴν στιγμήν τὰς στιγμᾱ́ς
     κλητική ! στιγμή στιγμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιγμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στιγμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στιγμή < στιγ- (< στίζω < *στίγ-jω) + -μή[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιγμή θηλυκό

  1. στίγμα, σημάδι, νύγμα
  2. μικρό χρονικό διάστημα

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα στιγμ-

για άλλα θέματα  δείτε στίζω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.