Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμέσως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αμέσως
<
αρχαία ελληνική
ἀμέσως
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈme.sos
/
Επίρρημα
Επεξεργασία
αμέσως
την ίδια
στιγμή
,
ευθύς
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αμέσως
αγγλικά
:
immediately
(en)
γαλλικά
:
tout de suite
(fr)
παλαιά γαλλικά
:
delivrement
γερμανικά
:
sofort
(de)
,
unmittelbar
(de)
εσπεράντο
:
tuj
(eo)
πορτογαλικά
:
logo que
(pt)
ρουμανικά
:
imediat
(ro)