Δείτε επίσης: ἀμέσως

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμέσως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμέσως (επίρρημα) < αρχαία ελληνική άμεσος (επίθετο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈme.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μέ‐σως
τονικό παρώνυμο: άμεσος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αμέσως

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

δείτε επίσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία