στίξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στίξη | οι | στίξεις |
γενική | της | στίξης* | των | στίξεων |
αιτιατική | τη | στίξη | τις | στίξεις |
κλητική | στίξη | στίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στίξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στίξις (σημάδεμα), Δείτε και στίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsti.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στί‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστίξη θηλυκό
- (γραμματική, σημεία στίξης) τα γραπτά σύμβολα για τον επιτονισμό, τον χρωματισμό, τις παύσης στον προφορικό μας λόγο
- → δείτε σημείο στίξης
- η χάραξη στιγμών, στιγμάτων
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα στιξ-
θέμα στικτ-
- → δείτε τη λέξη στικτός
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω