χάραξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάραξη | οι | χαράξεις |
γενική | της | χάραξης* | των | χαράξεων |
αιτιατική | τη | χάραξη | τις | χαράξεις |
κλητική | χάραξη | χαράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάραξη < (καθαρεύουσα) χάραξις < (ελληνιστική κοινή) χάραξις με πικίλες έννοιες < αρχαία ελληνική χάραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάραξη θηλυκό
- το χάραγμα σαν ενέργεια, η ενέργεια του χαράζω, η εντομή, το τράβηγμα μιας γραμμής με τη βοήθεια το χάρακα σε χαρτί ή το χάραγμα σε μια οποιαδήποτε επιφάνεια
- (μεταφορικά) ο σχεδιασμός μιας ενέργειας, μιας πολιτικής, ο ορισμός της βασικής κατεύθυνσής της