χάραγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάραγμα < αρχαία ελληνική χάραγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάραγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χαράζω
- αυτό που αποτυπώνεται σε μια επιφάνεια όταν τη χαράζουμε, πχ μια λέξη ή ένα σχήμα
Συγγενικά
επεξεργασία- χαραγματιά - χαραματιά
- χαραγμένος σε επιφάνεια ή στη μνήμη
- χάραξη
- χαράσσω
- χάρακας
- το χάραμα (το ξημέρωμα, εννοιολογικά διάφορο)
- το χαράκωμα
- χαρακώνω
- ο χαρακτήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχάραγμα < χαράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάραγμα ουδέτερο