πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαραγμένος η χαραγμένη το χαραγμένο
      γενική του χαραγμένου της χαραγμένης του χαραγμένου
    αιτιατική τον χαραγμένο τη χαραγμένη το χαραγμένο
     κλητική χαραγμένε χαραγμένη χαραγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαραγμένοι οι χαραγμένες τα χαραγμένα
      γενική των χαραγμένων των χαραγμένων των χαραγμένων
    αιτιατική τους χαραγμένους τις χαραγμένες τα χαραγμένα
     κλητική χαραγμένοι χαραγμένες χαραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
χαραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαράσσω και χαράζω
ΔΦΑ : /xa.ɾaɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαραγμένος
παλιότερος συλλαβισμός: χαραγμένος

χαραγμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν χαράξει, που επάνω του έχει εντυπωθεί κάτι όχι επιφανειακά αλλά σε κάποιο βάθος
    Βρήκα το καπό του αυτοκινήτου χαραγμένο
    Οι χαραγμένες ελιές
    Η φράση είναι χαραγμένη στον τάφο του πατέρα μου
  2. (μεταφορικά) που έχει εντυπωθεί έντονα, ανεξίτηλα
    Η ανάμνηση αυτή είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία