εντυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εντυπώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντυπ(όω) / ἐντυπ(ῶ) + -ώνω < ἐν0 + τυπόω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.diˈpo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντυ‐πώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐τυ‐πώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασία
εντυπώνω, αόρ.: εντύπωσα, παθ.φωνή: εντυπώνομαι, π.αόρ.: εντυπώθηκα, μτχ.π.π.: εντυπωμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντυπώνω | εντύπωνα | θα εντυπώνω | να εντυπώνω | εντυπώνοντας | |
β' ενικ. | εντυπώνεις | εντύπωνες | θα εντυπώνεις | να εντυπώνεις | εντύπωνε | |
γ' ενικ. | εντυπώνει | εντύπωνε | θα εντυπώνει | να εντυπώνει | ||
α' πληθ. | εντυπώνουμε | εντυπώναμε | θα εντυπώνουμε | να εντυπώνουμε | ||
β' πληθ. | εντυπώνετε | εντυπώνατε | θα εντυπώνετε | να εντυπώνετε | εντυπώνετε | |
γ' πληθ. | εντυπώνουν(ε) | εντύπωναν εντυπώναν(ε) |
θα εντυπώνουν(ε) | να εντυπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντύπωσα | θα εντυπώσω | να εντυπώσω | εντυπώσει | ||
β' ενικ. | εντύπωσες | θα εντυπώσεις | να εντυπώσεις | εντύπωσε | ||
γ' ενικ. | εντύπωσε | θα εντυπώσει | να εντυπώσει | |||
α' πληθ. | εντυπώσαμε | θα εντυπώσουμε | να εντυπώσουμε | |||
β' πληθ. | εντυπώσατε | θα εντυπώσετε | να εντυπώσετε | εντυπώστε | ||
γ' πληθ. | εντύπωσαν εντυπώσαν(ε) |
θα εντυπώσουν(ε) | να εντυπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εντυπώσει | είχα εντυπώσει | θα έχω εντυπώσει | να έχω εντυπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εντυπώσει | είχες εντυπώσει | θα έχεις εντυπώσει | να έχεις εντυπώσει | έχε εντυπωμένο | |
γ' ενικ. | έχει εντυπώσει | είχε εντυπώσει | θα έχει εντυπώσει | να έχει εντυπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εντυπώσει | είχαμε εντυπώσει | θα έχουμε εντυπώσει | να έχουμε εντυπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εντυπώσει | είχατε εντυπώσει | θα έχετε εντυπώσει | να έχετε εντυπώσει | έχετε εντυπωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εντυπώσει | είχαν εντυπώσει | θα έχουν εντυπώσει | να έχουν εντυπώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εντυπωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εντυπωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εντυπωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εντυπωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντυπώνομαι | εντυπωνόμουν(α) | θα εντυπώνομαι | να εντυπώνομαι | ||
β' ενικ. | εντυπώνεσαι | εντυπωνόσουν(α) | θα εντυπώνεσαι | να εντυπώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εντυπώνεται | εντυπωνόταν(ε) | θα εντυπώνεται | να εντυπώνεται | ||
α' πληθ. | εντυπωνόμαστε | εντυπωνόμαστε εντυπωνόμασταν |
θα εντυπωνόμαστε | να εντυπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εντυπώνεστε | εντυπωνόσαστε εντυπωνόσασταν |
θα εντυπώνεστε | να εντυπώνεστε | (εντυπώνεστε) | |
γ' πληθ. | εντυπώνονται | εντυπώνονταν εντυπωνόντουσαν |
θα εντυπώνονται | να εντυπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντυπώθηκα | θα εντυπωθώ | να εντυπωθώ | εντυπωθεί | ||
β' ενικ. | εντυπώθηκες | θα εντυπωθείς | να εντυπωθείς | εντυπώσου | ||
γ' ενικ. | εντυπώθηκε | θα εντυπωθεί | να εντυπωθεί | |||
α' πληθ. | εντυπωθήκαμε | θα εντυπωθούμε | να εντυπωθούμε | |||
β' πληθ. | εντυπωθήκατε | θα εντυπωθείτε | να εντυπωθείτε | εντυπωθείτε | ||
γ' πληθ. | εντυπώθηκαν εντυπωθήκαν(ε) |
θα εντυπωθούν(ε) | να εντυπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εντυπωθεί | είχα εντυπωθεί | θα έχω εντυπωθεί | να έχω εντυπωθεί | εντυπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εντυπωθεί | είχες εντυπωθεί | θα έχεις εντυπωθεί | να έχεις εντυπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εντυπωθεί | είχε εντυπωθεί | θα έχει εντυπωθεί | να έχει εντυπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εντυπωθεί | είχαμε εντυπωθεί | θα έχουμε εντυπωθεί | να έχουμε εντυπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εντυπωθεί | είχατε εντυπωθεί | θα έχετε εντυπωθεί | να έχετε εντυπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εντυπωθεί | είχαν εντυπωθεί | θα έχουν εντυπωθεί | να έχουν εντυπωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εντυπωμένος - είμαστε, είστε, είναι εντυπωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εντυπωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εντυπωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εντυπωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εντυπωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εντυπωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εντυπωμένοι |