Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντυπώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐντυπ(όω) / ἐντυπ(ῶ) + -ώνω < ἐν0 + τυπόω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.diˈpo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντυ‐πώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τυ‐πώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

εντυπώνω, αόρ.: εντύπωσα, παθ.φωνή: εντυπώνομαι, π.αόρ.: εντυπώθηκα, μτχ.π.π.: εντυπωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εν, τυπώνω και τύπος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία