Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.diˈpo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εντυπώνω
παλιότερος συλλαβισμός: εντυπώνω

εντυπώνω, αόρ.: εντύπωσα, παθ.φωνή: εντυπώνομαι, π.αόρ.: εντυπώθηκα, μτχ.π.π.: εντυπωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία