ανεξίτηλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεξίτηλα < ανεξίτηλος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαανεξίτηλα
- χωρίς να εξαλειφθεί ή να ξεθωριάσει
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
- Νίκος Ρωμανός: Η ιστορία του παιδιού με το Καλάσνικοφ που αγρίεψε νωρίς, Πρώτο Θέμα, 08-12-2014, @protothema.gr, συντάκτρια: Τίνα Μανδηλαρά, ημερομηνία ανάκτησης: 05-10-2024.
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεξίτηλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανεξίτηλος