ανεξίτηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξίτηλος < ελληνιστική κοινή ἀνεξίτηλος < ἀ- + αρχαία ελληνική ἐξίτηλος < ἐξιτός + -ηλος < ἔξειμι < ἐξ + εἶμι
Επίθετο επεξεργασία
ανεξίτηλος, -η, -ο
- που δεν σβήνεται, δεν ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου ή με ανθρώπινη επέμβαση
- ανεξίτηλο μελάνι
- (μεταφορικά)
- η περιπέτεια αυτη άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του.
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξίτηλος