Δείτε επίσης: ἀνεξίτηλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξίτηλος η ανεξίτηλη το ανεξίτηλο
      γενική του ανεξίτηλου της ανεξίτηλης του ανεξίτηλου
    αιτιατική τον ανεξίτηλο την ανεξίτηλη το ανεξίτηλο
     κλητική ανεξίτηλε ανεξίτηλη ανεξίτηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξίτηλοι οι ανεξίτηλες τα ανεξίτηλα
      γενική των ανεξίτηλων των ανεξίτηλων των ανεξίτηλων
    αιτιατική τους ανεξίτηλους τις ανεξίτηλες τα ανεξίτηλα
     κλητική ανεξίτηλοι ανεξίτηλες ανεξίτηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεξίτηλος < ελληνιστική κοινή ἀνεξίτηλος < ἀ- + αρχαία ελληνική ἐξίτηλος < ἐξιτός + -ηλος < ἔξειμι < ἐξ + εἶμι

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεξίτηλος, -η, -ο

  1. που δεν σβήνεται, δεν ξεθωριάζει με το πέρασμα του χρόνου ή με ανθρώπινη επέμβαση
    ανεξίτηλο μελάνι
  2. (μεταφορικά)
    η περιπέτεια αυτη άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή του.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία