σβήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σβήνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σβήνω < αρχαία ελληνική σβέννυμι. (Από τον αόριστο ἔσβην (γ' πληθυντικό: ἔσβησαν) σχηματίστηκε ο νέος αόριστος έσβησα και από αυτόν ο νέος ενεστώτας σβήνω.)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzvi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβή‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασβήνω, αόρ.: έσβησα, παθ.φωνή: σβήνομαι, π.αόρ.: σβήστηκα, μτχ.π.π.: σβησμένος
- (μεταβατικό)
- σταματώ κάτι από το να καίει ή να καίγεται
- κάνω κάτι που είναι γραμμένο να μη φαίνεται πια
- ↪ Κωστάκη, σβήσε αυτήν τη λέξη και ξαναγράψε την σωστά, είπε η δασκάλα.
- ※ ⌘ Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Σεφεριάδης 1900‑1971, Άρνηση [ποίημα], 2η στροφή ※ @ebooks.edu.gr
- Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
- Πάνω στην άμμο την ξανθή
- ≈ συνώνυμα: διαγράφω
- ≠ αντώνυμα: γράφω
- εξαλείφω
- απενεργοποιώ μια συσκευή
- (γαστρονομία) ρίχνω κάποιο υγρό (νερό, κρασί, ξύδι κλπ) σε φαγητό που σοτάρω ή τσιγαρίζω, το οποίο κατεβάζει τη θερμοκρασία
- (αμετάβατο)
- σταματώ να καίω
- ↪ η φωτιά έσβησε
- σταματώ να λειτουργώ
- ↪ το φως / ο υπολογιστής / το αυτοκίνητο έσβησε ξαφνικά
- (μεταφορικά) ικανοποιώ μια σφοδρή επιθυμία ώστε αυτή να μην είναι πια επιτακτική
- ↪ σβήνω τη δίψα μου
- (λαϊκότροπο) λιποθυμώ ή πεθαίνω
- σταματώ να καίω
Άλλες γραφές
επεξεργασία- σβύνω (λανθασμένη)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σβω (ιδιωματικό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- σβήνει το καντήλι κάποιου: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος
- σβήνω από τον χάρτη: καταστρέφω, αφανίζω, εξαφανίζω
- σβήνω με το σφουγγάρι: ξεχνώ, βγάζω από την μνήμη μου
- στο άψε σβήσε
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβήνω | έσβηνα | θα σβήνω | να σβήνω | σβήνοντας | |
β' ενικ. | σβήνεις | έσβηνες | θα σβήνεις | να σβήνεις | σβήνε | |
γ' ενικ. | σβήνει | έσβηνε | θα σβήνει | να σβήνει | ||
α' πληθ. | σβήνουμε | σβήναμε | θα σβήνουμε | να σβήνουμε | ||
β' πληθ. | σβήνετε | σβήνατε | θα σβήνετε | να σβήνετε | σβήνετε | |
γ' πληθ. | σβήνουν(ε) | έσβηναν σβήναν(ε) |
θα σβήνουν(ε) | να σβήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσβησα | θα σβήσω | να σβήσω | σβήσει | ||
β' ενικ. | έσβησες | θα σβήσεις | να σβήσεις | σβήσε | ||
γ' ενικ. | έσβησε | θα σβήσει | να σβήσει | |||
α' πληθ. | σβήσαμε | θα σβήσουμε | να σβήσουμε | |||
β' πληθ. | σβήσατε | θα σβήσετε | να σβήσετε | σβήστε | ||
γ' πληθ. | έσβησαν σβήσαν(ε) |
θα σβήσουν(ε) | να σβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβήσει | είχα σβήσει | θα έχω σβήσει | να έχω σβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβήσει | είχες σβήσει | θα έχεις σβήσει | να έχεις σβήσει | έχε σβησμένο | |
γ' ενικ. | έχει σβήσει | είχε σβήσει | θα έχει σβήσει | να έχει σβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβήσει | είχαμε σβήσει | θα έχουμε σβήσει | να έχουμε σβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβήσει | είχατε σβήσει | θα έχετε σβήσει | να έχετε σβήσει | έχετε σβησμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σβήσει | είχαν σβήσει | θα έχουν σβήσει | να έχουν σβήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σβησμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σβησμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σβησμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σβησμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβήνομαι | σβηνόμουν(α) | θα σβήνομαι | να σβήνομαι | ||
β' ενικ. | σβήνεσαι | σβηνόσουν(α) | θα σβήνεσαι | να σβήνεσαι | ||
γ' ενικ. | σβήνεται | σβηνόταν(ε) | θα σβήνεται | να σβήνεται | ||
α' πληθ. | σβηνόμαστε | σβηνόμαστε σβηνόμασταν |
θα σβηνόμαστε | να σβηνόμαστε | ||
β' πληθ. | σβήνεστε | σβηνόσαστε σβηνόσασταν |
θα σβήνεστε | να σβήνεστε | σβήνεστε | |
γ' πληθ. | σβήνονται | σβήνονταν σβηνόντουσαν |
θα σβήνονται | να σβήνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σβήστηκα | θα σβηστώ | να σβηστώ | σβηστεί | ||
β' ενικ. | σβήστηκες | θα σβηστείς | να σβηστείς | σβήσου | ||
γ' ενικ. | σβήστηκε | θα σβηστεί | να σβηστεί | |||
α' πληθ. | σβηστήκαμε | θα σβηστούμε | να σβηστούμε | |||
β' πληθ. | σβηστήκατε | θα σβηστείτε | να σβηστείτε | σβηστείτε | ||
γ' πληθ. | σβήστηκαν σβηστήκαν(ε) |
θα σβηστούν(ε) | να σβηστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σβηστεί | είχα σβηστεί | θα έχω σβηστεί | να έχω σβηστεί | σβησμένος | |
β' ενικ. | έχεις σβηστεί | είχες σβηστεί | θα έχεις σβηστεί | να έχεις σβηστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σβηστεί | είχε σβηστεί | θα έχει σβηστεί | να έχει σβηστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σβηστεί | είχαμε σβηστεί | θα έχουμε σβηστεί | να έχουμε σβηστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σβηστεί | είχατε σβηστεί | θα έχετε σβηστεί | να έχετε σβηστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σβηστεί | είχαν σβηστεί | θα έχουν σβηστεί | να έχουν σβηστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σβησμένος - είμαστε, είστε, είναι σβησμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σβησμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σβησμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σβησμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σβησμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σβησμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σβησμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβήνω
|