αναβοσβήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβοσβήνω < ανάβ(ω) + -ο- + σβήνω, (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.voˈzvi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βο‐σβή‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααναβοσβήνω, αόρ.: αναβόσβησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβοσβήνω | αναβόσβηνα | θα αναβοσβήνω | να αναβοσβήνω | αναβοσβήνοντας | |
β' ενικ. | αναβοσβήνεις | αναβόσβηνες | θα αναβοσβήνεις | να αναβοσβήνεις | αναβόσβηνε | |
γ' ενικ. | αναβοσβήνει | αναβόσβηνε | θα αναβοσβήνει | να αναβοσβήνει | ||
α' πληθ. | αναβοσβήνουμε | αναβοσβήναμε | θα αναβοσβήνουμε | να αναβοσβήνουμε | ||
β' πληθ. | αναβοσβήνετε | αναβοσβήνατε | θα αναβοσβήνετε | να αναβοσβήνετε | αναβοσβήνετε | |
γ' πληθ. | αναβοσβήνουν(ε) | αναβόσβηναν αναβοσβήναν(ε) |
θα αναβοσβήνουν(ε) | να αναβοσβήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναβόσβησα | θα αναβοσβήσω | να αναβοσβήσω | αναβοσβήσει | ||
β' ενικ. | αναβόσβησες | θα αναβοσβήσεις | να αναβοσβήσεις | αναβόσβησε | ||
γ' ενικ. | αναβόσβησε | θα αναβοσβήσει | να αναβοσβήσει | |||
α' πληθ. | αναβοσβήσαμε | θα αναβοσβήσουμε | να αναβοσβήσουμε | |||
β' πληθ. | αναβοσβήσατε | θα αναβοσβήσετε | να αναβοσβήσετε | αναβοσβήστε | ||
γ' πληθ. | αναβόσβησαν αναβοσβήσαν(ε) |
θα αναβοσβήσουν(ε) | να αναβοσβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβοσβήσει | είχα αναβοσβήσει | θα έχω αναβοσβήσει | να έχω αναβοσβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβοσβήσει | είχες αναβοσβήσει | θα έχεις αναβοσβήσει | να έχεις αναβοσβήσει | έχε αναβοσβησμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναβοσβήσει | είχε αναβοσβήσει | θα έχει αναβοσβήσει | να έχει αναβοσβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβοσβήσει | είχαμε αναβοσβήσει | θα έχουμε αναβοσβήσει | να έχουμε αναβοσβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβοσβήσει | είχατε αναβοσβήσει | θα έχετε αναβοσβήσει | να έχετε αναβοσβήσει | έχετε αναβοσβησμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναβοσβήσει | είχαν αναβοσβήσει | θα έχουν αναβοσβήσει | να έχουν αναβοσβήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναβοσβησμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναβοσβησμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναβοσβησμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναβοσβησμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)