blink
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blink | blinks |
blink (en)
- γρήγορο άνοιγμα και κλείσιμο βλεφάρων
- το αναβόσβησμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | blink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blinks |
αόριστος | blinked |
παθητική μετοχή | blinked |
ενεργητική μετοχή | blinking |
blink (en)
- βλεφαρίζω, ανοιγοκλείνω τα μάτια
- (αμετάβατο) αναβοσβήνω, φεγγοβολώ, λάμπω με ένα ασταθές φως· ανάβω και σβήνω κατ' επανάληψη