Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blink blinks

blink (en)

  1. γρήγορο άνοιγμα και κλείσιμο βλεφάρων
  2. το αναβόσβησμα
ενεστώτας blink
γ΄ ενικό ενεστώτα blinks
αόριστος blinked
παθητική μετοχή blinked
ενεργητική μετοχή blinking

blink (en)

  1. βλεφαρίζω, ανοιγοκλείνω τα μάτια
     συνώνυμα: shut and open, flutter, flicker, wink, bat, nictitate, nictate
  2. (αμετάβατο) αναβοσβήνω, φεγγοβολώ, λάμπω με ένα ασταθές φως· ανάβω και σβήνω κατ' επανάληψη
    ⮡  The light blinking shows that the computer is in standby mode.
    Το φωτάκι που αναβοσβήνει δείχνει ότι ο υπολογιστής είναι σε κατάσταση αναμονής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη glimmer