Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοιγοκλείνω < ανοίγω + κλείνω

ανοιγοκλείνω

  • ανοίγω και κλείνω, συνήθως επαναλαμβανόμενα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία