Δείτε επίσης: ἀνοίγω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοίγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνοίγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈni.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νοί‐γω

ανοίγω, πρτ.: άνοιγα, στ.μέλλ.: θα ανοίξω, αόρ.: άνοιξα, παθ.φωνή: ανοίγομαι, μτχ.π.π.: ανοιγμένος

  1. (μεταβατικό) μετακινώ κάτι που εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
    ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο
    1. (μεταβατικό) ξεκλειδώνω ή ενεργοποιώ έναν μηχανισμό που θα επιτρέψει το άνοιγμα (πόρτας, κλειστού χώρου κλπ)
      πάτα το κουμπί του θυροτηλέφωνου για να ανοίξεις την πόρτα
    2. (μεταβατικό) (+ γενική προσώπου) ανοίγω σε κάποιον την πόρτα για να μπορέσει να μπει σε έναν χώρο
      Κάποιος χτυπάει το κουδούνι. Άνοιξέ του!
    3. (αμετάβατο) μετακινούμαι ώστε να ελευθερωθεί ένα πέρασμα
      η πόρτα άνοιξε
  2. (μεταβατικό) (για αισθητήρια όργανα) κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να λειτουργήσει ένα αισθητήριο όργανο
    1. ανοίγω το στόμα: απομακρύνω τις σιαγόνες τη μία από την άλλη για να φάω ή να μιλήσω
    2. ανοίγω τα μάτια
      1. μετακινώ τα βλέφαρα προς τα πάνω
      2. ξυπνώ
      3. (σε κάποιον) αποκαλύπτω την αλήθεια σε κάποιον που την αγνοούσε
    3. ανοίγω τ' αφτιά μου: (μεταφορικά) δίνω προσοχή σε αυτά που μου λένε
  3. (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο) απελευθερώνω την πρόσβαση σε έναν χώρο
    θα πάω να ανοίξω την αποθήκη για να αεριστεί λιγάκι
    ανοίγω την ντουλάπα
    ανοίγω το συρτάρι (τραβώντας το προς τα έξω)
    χιόνισε πολύ αλλά τα γκρέιντερ της Νομαρχίας άνοιξαν τους δρόμους
    1. (αμετάβατο)
      ο δρόμος άνοιξε
  4. (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο εξυπηρέτησης του κοινού) αρχίζω να εργάζομαι και να εξυπηρετώ το κοινό
    τι ώρα θα ανοίξεις το μαγαζί σου σήμερα;
    1. (αμετάβατο) αρχίζω να λειτουργώ
      οι τράπεζες δε θα ανοίξουν αύριο
  5. (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει επιχείρηση) ξεκινώ μια καινούρια επιχείρηση ή υποκατάστημα
    η Τράπεζά μας θα ανοίξει ένα καινούριο υποκατάστημα στην πόλη σας
    1. (αμετάβατο)
      ακούστηκε ότι θα ανοίξει ένα νέο σουπερμάρκετ
  6. (μεταβατικό) ξεκινώ, ενεργώ έτσι ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία
    άνοιξα μια συζήτηση για το περιβάλλον
    1. (αμετάβατο)
      το συνέδριο θα ανοίξει με την ομιλία του Προέδρου
  7. (μεταβατικό) γυρίζω έναν διακόπτη ώστε να αρχίσει η ροή σε ένα δίκτυο
    ανοίγω τον διακόπτη, το φως, τη βρύση
    1. (μεταβατικό) (για ηλεκτρικές συσκευές) θέτω σε λειτουργία
      ανοίγω την τηλεόραση, τον υπολογιστή
    2. (αμετάβατο)
      Εγώ τον είχα κλείσει τον υπολογιστή! Πώς άνοιξε;
  8. (μεταβατικό) απομακρύνω μια μάζα υλικού ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό ή ένα πέρασμα που δεν υπήρχε πριν
    με το τρυπάνι άνοιξε μερικές τρύπες στον τοίχο
    το υπουργείο σχεδιάζει να ανοίξει δύο καινούργιους δρόμους στην περιοχή
    1. (αμετάβατο)
      σχεδιάζεται να ανοίξουν δύο νέοι δρόμοι στην περιοχή
    2. (μεταφορικά)
      ο φιλόσοφος αυτός άνοιξε νέους δρόμους με τη σκέψη του
  9. (μεταβατικό) απλώνω, εκτείνω κάτι
    ανοίγω τη βεντάλια
    ανοίγω την αγκαλιά μου για να αγκαλιάσω κάποιον
    ανοίγω το χέρι μου (τεντώνοντας τα δάχτυλα)
    ανοίγω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον
    ανοίγω τα πόδια μου, τα απομακρύνω το ένα από το άλλο
    ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω
    1. (μαγειρική) ανοίγω φύλλο: απλώνω τη ζύμη με τον πλάστη ώστε να φτιάξω ένα φύλλο για πίτα
  10. κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να αποκτήσω πρόσβαση στο εσωτερικό ενός πράγματος
    1. ξεσκεπάζω, αφαιρώ το σκέπασμα από κουτί, δοχείο ή μπουκάλι
      ας ανοίξουμε μια σαμπάνια για να γιορτάσουμε την επιστροφή σου!
    2. (για βιβλία) μετακινώ το εξώφυλλο (ή και και σελίδες) ώστε να μπορώ να διαβάσω το κείμενο
      • διαβάζω: παράτα την τηλεόραση και άνοιξε κανένα βιβλίο!
    3. (μεταβατικό) δημιουργώ ένα άνοιγμα που επιτρέπει να φανεί αυτό που βρίσκεται από κάτω ή μέσα
      1. (για ρούχα) ξεκουμπώνω ή κατεβάζω το φερμουάρ
      2. σχίζω ή κόβω ένα τμήμα
      3. κάνω χειρουργική επέμβαση
        τον ανοίξανε και βρήκαν τους πνεύμονές του κατεστραμμένους
      4. (αμετάβατο)
        πρόσεχε, άνοιξε το φερμουάρ σου
  11. αποκαλύπτω
    ανοίγω τα χαρτιά μου: φανερώνω τις προθέσεις μου
  12. (για χρώματα) κάνω κάτι πιο ανοιχτόχρωμο
  13. (πληροφορική) ενεργώ ώστε τα περιεχόμενα ενός αρχείου να γίνουν ορατά στον χρήστη

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία