ανοίγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοίγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνοίγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈni.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νοί‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαανοίγω, πρτ.: άνοιγα, στ.μέλλ.: θα ανοίξω, αόρ.: άνοιξα, παθ.φωνή: ανοίγομαι, μτχ.π.π.: ανοιγμένος
- (μεταβατικό) μετακινώ κάτι που εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
- ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο
- (μεταβατικό) ξεκλειδώνω ή ενεργοποιώ έναν μηχανισμό που θα επιτρέψει το άνοιγμα (πόρτας, κλειστού χώρου κλπ)
- πάτα το κουμπί του θυροτηλέφωνου για να ανοίξεις την πόρτα
- (μεταβατικό) (+ γενική προσώπου) ανοίγω σε κάποιον την πόρτα για να μπορέσει να μπει σε έναν χώρο
- Κάποιος χτυπάει το κουδούνι. Άνοιξέ του!
- (αμετάβατο) μετακινούμαι ώστε να ελευθερωθεί ένα πέρασμα
- η πόρτα άνοιξε
- (μεταβατικό) (για αισθητήρια όργανα) κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να λειτουργήσει ένα αισθητήριο όργανο
- ανοίγω το στόμα: απομακρύνω τις σιαγόνες τη μία από την άλλη για να φάω ή να μιλήσω
- ανοίγω τα μάτια
- μετακινώ τα βλέφαρα προς τα πάνω
- ξυπνώ
- (σε κάποιον) αποκαλύπτω την αλήθεια σε κάποιον που την αγνοούσε
- ανοίγω τ' αφτιά μου: (μεταφορικά) δίνω προσοχή σε αυτά που μου λένε
- (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο) απελευθερώνω την πρόσβαση σε έναν χώρο
- θα πάω να ανοίξω την αποθήκη για να αεριστεί λιγάκι
- ανοίγω την ντουλάπα
- ανοίγω το συρτάρι (τραβώντας το προς τα έξω)
- χιόνισε πολύ αλλά τα γκρέιντερ της Νομαρχίας άνοιξαν τους δρόμους
- (αμετάβατο)
- ο δρόμος άνοιξε
- (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο εξυπηρέτησης του κοινού) αρχίζω να εργάζομαι και να εξυπηρετώ το κοινό
- τι ώρα θα ανοίξεις το μαγαζί σου σήμερα;
- (μεταβατικό) (+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει επιχείρηση) ξεκινώ μια καινούρια επιχείρηση ή υποκατάστημα
- η Τράπεζά μας θα ανοίξει ένα καινούριο υποκατάστημα στην πόλη σας
- (αμετάβατο)
- ακούστηκε ότι θα ανοίξει ένα νέο σουπερμάρκετ
- (μεταβατικό) ξεκινώ, ενεργώ έτσι ώστε να ξεκινήσει μια διαδικασία
- άνοιξα μια συζήτηση για το περιβάλλον
- (αμετάβατο)
- το συνέδριο θα ανοίξει με την ομιλία του Προέδρου
- (μεταβατικό) γυρίζω έναν διακόπτη ώστε να αρχίσει η ροή σε ένα δίκτυο
- ανοίγω τον διακόπτη, το φως, τη βρύση
- (μεταβατικό) (για ηλεκτρικές συσκευές) θέτω σε λειτουργία
- ανοίγω την τηλεόραση, τον υπολογιστή
- (αμετάβατο)
- Εγώ τον είχα κλείσει τον υπολογιστή! Πώς άνοιξε;
- (μεταβατικό) απομακρύνω μια μάζα υλικού ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό ή ένα πέρασμα που δεν υπήρχε πριν
- με το τρυπάνι άνοιξε μερικές τρύπες στον τοίχο
- το υπουργείο σχεδιάζει να ανοίξει δύο καινούργιους δρόμους στην περιοχή
- (αμετάβατο)
- σχεδιάζεται να ανοίξουν δύο νέοι δρόμοι στην περιοχή
- (μεταφορικά)
- ο φιλόσοφος αυτός άνοιξε νέους δρόμους με τη σκέψη του
- (μεταβατικό) απλώνω, εκτείνω κάτι
- ανοίγω τη βεντάλια
- ανοίγω την αγκαλιά μου για να αγκαλιάσω κάποιον
- ανοίγω το χέρι μου (τεντώνοντας τα δάχτυλα)
- ανοίγω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον
- ανοίγω τα πόδια μου, τα απομακρύνω το ένα από το άλλο
- ανοίγω το βήμα μου: επιταχύνω
- ανοίγω τα φτερά μου για να πετάξω
- κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να αποκτήσω πρόσβαση στο εσωτερικό ενός πράγματος
- ξεσκεπάζω, αφαιρώ το σκέπασμα από κουτί, δοχείο ή μπουκάλι
- ας ανοίξουμε μια σαμπάνια για να γιορτάσουμε την επιστροφή σου!
- (για βιβλία) μετακινώ το εξώφυλλο (ή και και σελίδες) ώστε να μπορώ να διαβάσω το κείμενο
- διαβάζω: παράτα την τηλεόραση και άνοιξε κανένα βιβλίο!
- (μεταβατικό) δημιουργώ ένα άνοιγμα που επιτρέπει να φανεί αυτό που βρίσκεται από κάτω ή μέσα
- ξεσκεπάζω, αφαιρώ το σκέπασμα από κουτί, δοχείο ή μπουκάλι
- αποκαλύπτω
- ανοίγω τα χαρτιά μου: φανερώνω τις προθέσεις μου
- (για χρώματα) κάνω κάτι πιο ανοιχτόχρωμο
- (πληροφορική) ενεργώ ώστε τα περιεχόμενα ενός αρχείου να γίνουν ορατά στον χρήστη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανοίγω | άνοιγα | θα ανοίγω | να ανοίγω | ανοίγοντας | |
β' ενικ. | ανοίγεις | άνοιγες | θα ανοίγεις | να ανοίγεις | άνοιγε | |
γ' ενικ. | ανοίγει | άνοιγε | θα ανοίγει | να ανοίγει | ||
α' πληθ. | ανοίγουμε | ανοίγαμε | θα ανοίγουμε | να ανοίγουμε | ||
β' πληθ. | ανοίγετε | ανοίγατε | θα ανοίγετε | να ανοίγετε | ανοίγετε | |
γ' πληθ. | ανοίγουν(ε) | άνοιγαν ανοίγαν(ε) |
θα ανοίγουν(ε) | να ανοίγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άνοιξα | θα ανοίξω | να ανοίξω | ανοίξει | ||
β' ενικ. | άνοιξες | θα ανοίξεις | να ανοίξεις | άνοιξε | ||
γ' ενικ. | άνοιξε | θα ανοίξει | να ανοίξει | |||
α' πληθ. | ανοίξαμε | θα ανοίξουμε | να ανοίξουμε | |||
β' πληθ. | ανοίξατε | θα ανοίξετε | να ανοίξετε | ανοίξτε | ||
γ' πληθ. | άνοιξαν ανοίξαν(ε) |
θα ανοίξουν(ε) | να ανοίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανοίξει | είχα ανοίξει | θα έχω ανοίξει | να έχω ανοίξει | ||
β' ενικ. | έχεις ανοίξει | είχες ανοίξει | θα έχεις ανοίξει | να έχεις ανοίξει | ||
γ' ενικ. | έχει ανοίξει | είχε ανοίξει | θα έχει ανοίξει | να έχει ανοίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανοίξει | είχαμε ανοίξει | θα έχουμε ανοίξει | να έχουμε ανοίξει | ||
β' πληθ. | έχετε ανοίξει | είχατε ανοίξει | θα έχετε ανοίξει | να έχετε ανοίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανοίξει | είχαν ανοίξει | θα έχουν ανοίξει | να έχουν ανοίξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανοίγομαι | ανοιγόμουν(α) | θα ανοίγομαι | να ανοίγομαι | ||
β' ενικ. | ανοίγεσαι | ανοιγόσουν(α) | θα ανοίγεσαι | να ανοίγεσαι | ||
γ' ενικ. | ανοίγεται | ανοιγόταν(ε) | θα ανοίγεται | να ανοίγεται | ||
α' πληθ. | ανοιγόμαστε | ανοιγόμαστε ανοιγόμασταν |
θα ανοιγόμαστε | να ανοιγόμαστε | ||
β' πληθ. | ανοίγεστε | ανοιγόσαστε ανοιγόσασταν |
θα ανοίγεστε | να ανοίγεστε | (ανοίγεστε) | |
γ' πληθ. | ανοίγονται | ανοίγονταν ανοιγόντουσαν |
θα ανοίγονται | να ανοίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανοίχτηκα | θα ανοιχτώ | να ανοιχτώ | ανοιχτεί | ||
β' ενικ. | ανοίχτηκες | θα ανοιχτείς | να ανοιχτείς | ανοίξου | ||
γ' ενικ. | ανοίχτηκε | θα ανοιχτεί | να ανοιχτεί | |||
α' πληθ. | ανοιχτήκαμε | θα ανοιχτούμε | να ανοιχτούμε | |||
β' πληθ. | ανοιχτήκατε | θα ανοιχτείτε | να ανοιχτείτε | ανοιχτείτε | ||
γ' πληθ. | ανοίχτηκαν ανοιχτήκαν(ε) |
θα ανοιχτούν(ε) | να ανοιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανοιχτεί | είχα ανοιχτεί | θα έχω ανοιχτεί | να έχω ανοιχτεί | ανοιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανοιχτεί | είχες ανοιχτεί | θα έχεις ανοιχτεί | να έχεις ανοιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανοιχτεί | είχε ανοιχτεί | θα έχει ανοιχτεί | να έχει ανοιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανοιχτεί | είχαμε ανοιχτεί | θα έχουμε ανοιχτεί | να έχουμε ανοιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανοιχτεί | είχατε ανοιχτεί | θα έχετε ανοιχτεί | να έχετε ανοιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανοιχτεί | είχαν ανοιχτεί | θα έχουν ανοιχτεί | να έχουν ανοιχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανοιγμένος - είμαστε, είστε, είναι ανοιγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανοιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανοιγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανοιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανοιγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανοιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανοιγμένοι |