Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσκεπάζω < λείπει η ετυμολογία

ξεσκεπάζω

  1. βγάζω το κάλυμμα από κάτι ώστε να φαίνεται, να μην είναι σκεπασμένο πια
  2. (μεταφορικά) φέρνω κάτι κρυμμένο ή μυστικό στην επιφάνεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία