επιφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφάνεια < αρχαία ελληνική ἐπιφάνεια < ἐπιφαίνω < ἐπί + φαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈfa.ni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιφάνεια θηλυκό
- το σύνολο των σημείων ενός αντικειμένου που βρίσκονται στο εξωτερικό μέρος του και έρχονται σε επαφή με το περιβάλλον του, που το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο
- (κατ’ επέκταση) η έκταση ενός ορισμένου τμήματος της επιφάνειας
- (ειδικότερα) (για υγρά) το επάνω μέρος του υγρού, εκείνο το τμήμα της επιφάνειάς του το οποίο έρχεται σε επαφή με τον αέρα
- (μεταφορικά) τα μη ουσιώδη στοιχεία μιας κατάστασης
- (θρησκεία) από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα σημαίνει την αποκαλυπτική εμφάνιση ενός θεού ή ενός θείου όντος, ή κάποιας υπερφυσικής ή θείας πραγματικότητας
- ※ στις 6 Ιανουαρίου στην ανατολική Χριστιανική εκκλησία γιορτάζεται η βάπτιση του Ιησού Χριστού που ονομάζεται Θεοφάνεια ή Επιφάνεια, από το ότι θεωρείται η πρώτη φορά που εμφανίστηκε η Αγία Τριάδα και η άρα η τριαδικότητα του Θεού, ενώ στην δυτική εκκλησία γιορτάζεται η εμφάνιση του στους τρεις μάγους που ήταν εθνικοί κατά την Εβραϊκή άποψη.
- αποκάλυψη, εκδήλωση
- η αποκαλυπτική σύλληψη ιδέας