εξωτερικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξωτερικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξωτερικό ουδέτερο
- η εξωτερική όψη
- τα ξένα κράτη (ως σύνολο) ή κάποια ξένη χώρα που δεν κατονομάζεται
- έχω κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό
- χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό με ειρωνική απόχρωση
- άσε τώρα τα ταξίδια στα εξωτερικά και κοίτα να στρωθείς στη δουλειά σου
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξωτερικό
- αιτιατική ενικού του εξωτερικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξωτερικός