extérieur
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- extérieur < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛks.te.ʁjœʁ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
extérieur (fr) αρσενικό
- το εξωτερικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extérieur | extérieurs |
θηλυκό | extérieure | extérieures |
extérieur (fr)