Δείτε επίσης: ἐξωτερικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωτερικός η εξωτερική το εξωτερικό
      γενική του εξωτερικού της εξωτερικής του εξωτερικού
    αιτιατική τον εξωτερικό την εξωτερική το εξωτερικό
     κλητική εξωτερικέ εξωτερική εξωτερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωτερικοί οι εξωτερικές τα εξωτερικά
      γενική των εξωτερικών των εξωτερικών των εξωτερικών
    αιτιατική τους εξωτερικούς τις εξωτερικές τα εξωτερικά
     κλητική εξωτερικοί εξωτερικές εξωτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωτερικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξωτερικός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική extérieur, étranger [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.te.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐τε‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εξωτερικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το μέρος μιας επιφάνειας που είναι στραμμένο προς τα έξω
    ⮡  οι εξωτερικοί τοίχοι του σπιτιού είναι βαμμένοι με γαλάζιο χρώμα
  2. που βρίσκεται έξω από ένα συγκεκριμένο χώρο ή όριο ή οργανωμένο σύνολο
    ⮡  το σπίτι αυτό έχει μια μικρή εσωτερική αυλή και μια μεγαλύτερη εξωτερική
    ⮡  δουλεύει για την εταιρεία Χ ως εξωτερικός συνεργάτης
  3. υπαίθριος
    ⮡  το πλεονέκτημα αυτού του σπιτιού είναι οι μεγάλοι εξωτερικοί χώροι
  4. που σχετίζεται με άλλες χώρες
    ⮡  η εξωτερική πολιτική του κράτους

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  1. εξωτερικός ασθενής
  2. εξωτερική γωνία: (γεωμετρία) η γωνία τριγώνου που σχηματίζεται από μία πλευρά του και την προέκταση μίας άλλης και είναι συνεπώς παραπληρωματική ως προς την αντίστοιχη εσωτερική γωνία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία