εξωτερικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξωτερικός < αρχαία ελληνική ἐξωτερικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.te.ɾiˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εξωτερικός, -ή, -ό
- σχετικός με το μέρος μιας επιφάνειας που είναι στραμμένο προς τα έξω
- οι εξωτερικοί τοίχοι του σπιτιού είναι βαμμένοι με γαλάζιο χρώμα
- που βρίσκεται έξω από ένα συγκεκριμένο χώρο ή όριο ή οργανωμένο σύνολο
- το σπίτι αυτό έχει μια μικρή εσωτερική αυλή και μια μεγαλύτερη εξωτερική
- δουλεύει για την εταιρεία Χ ως εξωτερικός συνεργάτης
- υπαίθριος
- το πλεονέκτημα αυτού του σπιτιού είναι οι μεγάλοι εξωτερικοί χώροι
- που σχετίζεται με άλλες χώρες
- η εξωτερική πολιτική του κράτους
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- εξωτερικός ασθενής
- εξωτερική γωνία: (μαθηματικά) η γωνία τριγώνου που σχηματίζεται από μία πλευρά του και την προέκταση μίας άλλης και είναι συνεπώς παραπληρωματική ως προς την αντίστοιχη εσωτερική γωνία