Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωτερικός ασθενής < → δείτε τη λέξη  εξωτερικός και ασθενής

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εξωτερικός ασθενής αρσενικό

  • ο ασθενής που εξετάζεται και δέχεται θεραπεία από τους γιατρούς ενός νοσοκομείου χωρίς να εισάγεται για νοσηλεία σε θάλαμο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία