ασθενής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ασθενής, -ής, -ές, συγκριτικός: ασθενέστερος, υπερθετικός: —
- που είναι άρρωστος
- ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
- (φυσική) για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ασθενής | οι | ασθενείς |
γενική | του του/της |
ασθενή ασθενούς |
των | ασθενών |
αιτιατική | τον/την | ασθενή | τους/τις | ασθενείς |
κλητική | ασθενή | ασθενείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίθετο