ασθενοφόρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.sθe.noˈfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σθε‐νο‐φό‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασθενοφόρο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) το όχημα για μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασθενοφόρο