νοσοκομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσοκομείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νοσοκομεῖον < νοσοκόμος < αρχαία ελληνική νόσος + κομέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.so.koˈmi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοσοκομείο ουδέτερο
- δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα που ασχολείται με την περίθαλψη και θεραπεία των ασθενών
- εφημερεύον νοσοκομείο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νοσοκόμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοσοκομείο
|