πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νοσοκόμος οι νοσοκόμοι
      γενική του/της νοσοκόμου των νοσοκόμων
    αιτιατική τον/τη νοσοκόμο τους/τις νοσοκόμους
     κλητική νοσοκόμε νοσοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νοσοκόμος περιποιείται ασθενή

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νοσοκόμος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & νοσοκόμα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία