νοσηλευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσηλευτής < νοσηλεύ(ω) + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /no.si.leˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐ση‐λευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοσηλευτής αρσενικό, νοσηλεύτρια θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστημονικά εκπαιδευμένος νοσοκόμος
- ⮡ Οι νοσηλευτές σπουδάζουν νοσηλευτική στο πανεπιστήμιο με διάρκεια σπουδών, τέσσερα χρόνια.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις νόσος και νοσοκόμος