νόσος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόσος | οι | νόσοι |
γενική | της | νόσου | των | νόσων |
αιτιατική | τη | νόσο | τις | νόσους |
κλητική | νόσε | νόσοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόσος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈno.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐σος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νόσος θηλυκό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ανοσία
- άνοσος & συγγενικά
- νοσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νοσο- στο Βικιλεξικό όπως
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νόσος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νόσος | αἱ | νόσοι |
γενική | τῆς | νόσου | τῶν | νόσων |
δοτική | τῇ | νόσῳ | ταῖς | νόσοις |
αιτιατική | τὴν | νόσον | τὰς | νόσους |
κλητική ὦ! | νόσε | νόσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νόσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νόσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «νόσος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «νόσος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.