ανοσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοσία | οι | ανοσίες |
γενική | της | ανοσίας | των | ανοσιών |
αιτιατική | την | ανοσία | τις | ανοσίες |
κλητική | ανοσία | ανοσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανοσία < ελληνιστική κοινή ἀνοσία < αρχαία ελληνική νόσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική immunité)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.noˈsi.a/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νο‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανοσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (ιατρική, επιδημιολογία) η ιδιότητα της μη προσβολής από κάποιες ασθένειες
- (μεταφορικά) ο εθισμός σε μια κατάσταση και η συνακόλουθη αδιαφορία ή έλλειψη δυσαρέσκειας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανοσοαιματολογία
- ανοσοανάλυση
- ανοσοανεπάρκεια
- ανοσοανεπαρκής
- ανοσοαρμοδιότητα
- ανοσογενετική
- ανοσοβιολογία
- ανοσοβλαστικός
- ανοσογονικότητα
- ανοσογόνο
- ανοσοδερματολογία
- ανοσοδιάχυση
- ανοσοδιέγερση
- ανοσοενίσχυση
- ανοσοεπάρκεια
- ανοσοηλεκτροφόρηση
- ανοσοθεραπεία
- ανοσοϊστοχημικός
- ανοσοκατασταλμένος
- ανοσοκατασταλτικός
- ανοσοκαταστολή
- ανοσοκυριαρχία
- ανοσοκυτοπροσήλωση
- ανοσοκυτοπροσκόλληση
- ανοσοκύτταρο
- ανοσολογία
- ανοσοποίηση
- ανοσοπροσροφητής
- ανοσορρύθμιση
- άνοσος
- ανοσοσύμπλεγμα
- ανοσοσφαιρίνη
- ανοσοϋπερπλαστικός
- ανοσοφθορισμός
- ανοσοχημεία
- ανοσοχημειοθεραπεία
- αυτοανοσία
- αυτοανοσοποίηση
- αυτοάνοσος
- → δείτε τη λέξη νόσος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανοσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)