Δείτε επίσης: ανόσια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσία οι ανοσίες
      γενική της ανοσίας των ανοσιών
    αιτιατική την ανοσία τις ανοσίες
     κλητική ανοσία ανοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοσία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) (ιατρική, επιδημιολογία) η ιδιότητα της μη προσβολής από κάποιες ασθένειες
  2. (μεταφορικά) ο εθισμός σε μια κατάσταση και η συνακόλουθη αδιαφορία ή έλλειψη δυσαρέσκειας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία