αυτοάνοσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοάνοσος < αυτο- + άνοσος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική autoimmune[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική auto-immun[1])
Επίθετο
επεξεργασία
αυτοάνοσος, -η, -ο
- (ιατρική) για νόσημα που αποδίδεται σε διαταραχές του ανοσοποιητικού κατά τις οποίες για διάφορους λόγους ο οργανισμός αντιμετωπίζει δικά του στοιχεία ως ξένα και επιτίθεται ουσιαστικά στον εαυτό του
- ⮡ αυτοάνοση ασθένεια
- ⮡ αυτοάνοση νόσος
- ⮡ αυτοάνοσο νόσημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοάνοσος
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 αυτοάνοσος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)