αυτοαντιγόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοαντιγόνο < αυτο- + αντιγόνο (αντι- + -γόνο), λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική autoantigen < auto- (< αρχαία ελληνική αὐτο-) + antigen (ἀντι- + γόνος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.an.diˈɣo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐α‐ντι‐γό‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοαντιγόνο ουδέτερο
- (βιολογία, νεολογισμός) οποιοδήποτε αντιγόνο που διεγείρει τα αυτοαντισώματα στον οργανισμό που το παρήγαγε
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Autoantigen στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοαντιγόνο