Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράγω (δημιουργώ, αρχαία σημασία: οδηγώ στο πλάι)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (παρά) παρ- + άγω

παράγω, πρτ.: παρήγα, αόρ.: παρήγαγα, παθ.φωνή: παράγομαι, π.αόρ.: παράχθηκα/παρήχθη(γ')

  1. βγάζω, εκκρίνω
      Το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα.
      Τα αυτοκίνητα και οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης παράγουν καυσαέρια.
  2. δημιουργώ, παρασκευάζω, κατασκευάζω (κάποιο προϊόν ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας) κατά συνεχή τρόπο
      Πουλάνε το λάδι που παράγουν οι ίδιοι από τις ελιές τους.
      Η Ιαπωνία παράγει ηλεκτρονικές συσκευές
  3. (φυσική) έχω (κάποιο φαινόμενο ως αποτέλεσμα), προξενώ (ένα φαινόμενο)
      Η παλλόμενη χορδή παράγει ήχο.
      Η φλόγα παράγει θερμότητα.
      Η σχάση του πυρήνα παράγει ραδιενέργεια.
  4. (χημεία) έχω ως προϊόν μιας αντίδρασης (κάποια ένωση ή ουσία)
      Η αντίδραση υδρογόνου και οξυγόνου παράγει νερό.
  5. (μεταφορικά, ως σχήμα υπερβολής) για έμφαση στις αιτίες ή τα αποτελέσματα ενός φαινομένου: έχω κάτι ως αποτέλεσμα, προξενώ ή προκαλώ (κάποιο αποτέλεσμα), είμαι η αιτία (κάποιου αποτελέσματος)
      Η οικονομική ανέχεια παράγει μετανάστες.
  6. (γραμματική) έχω ως πηγή ή ρίζα, προέρχομαι, είμαι το αποτέλεσμα συνένωσης
      Η λέξη «παραγωγή» παράγεται από το «παράγω».
      Η λέξη «εισάγω» παράγεται από τη συνένωση του «εἰς» και του «ἄγω».

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγω < (παρά) παρ- + ἄγω