Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγίως < αρχαία ελληνική πλαγίως

  Επίρρημα επεξεργασία

πλαγίως

  1. όχι ευθέως, με πλάγιο τρόπο, έμμεσο και ίσως -αλλά όχι πάντα- ύπουλο
    Ηθελε να ζητήσει δανεικά και το έφερνε πλαγίως, αρχίζοντας με τα έξοδα των παιδιών, τις αναδουλειές...

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγίως < πλάγιος

  Επίρρημα επεξεργασία

πλαγίως

  1. από το πλάι

Συγγενικά επεξεργασία