πλαγιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιάζω < αρχαία ελληνική πλαγιάζω
Ρήμα επεξεργασία
πλαγιάζω
- γέρνω κάτι στο πλάι, το κάνω να πλαγιάζει, να γύρει, να πέσει με το πλευρό
- ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή να ξεκουραστώ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιάζω < πλάγιος
Ρήμα επεξεργασία
πλαγιάζω
- στρέφω στα πλάγια (τον ίππο, το καράβι ως προς τον άνεμο κ.λπ.)
- κάνω να λοξοδρομήσει
- παραπλανώ
- προσαρμόζω
- χτυπώ με το πλαϊνό μέρος του σπαθιού
- προσέταξε τοῖς στρατιώταις ἐκδιῶξαι αὐτοὺς ἐκ τῆς ἀγορᾶς πλαγίοις καὶ πλατέσι τοῖς ξίφεσι παίοντας