Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιάζω < αρχαία ελληνική πλαγιάζω

πλαγιάζω

  1. γέρνω κάτι στο πλάι, το κάνω να πλαγιάζει, να γύρει, να πέσει με το πλευρό
  2. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή να ξεκουραστώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαγιάζω < πλάγιος

πλαγιάζω

  1. στρέφω στα πλάγια (τον ίππο, το καράβι ως προς τον άνεμο κ.λπ.)
  2. κάνω να λοξοδρομήσει
  3. παραπλανώ
  4. προσαρμόζω
  5. χτυπώ με το πλαϊνό μέρος του σπαθιού
    προσέταξε τοῖς στρατιώταις ἐκδιῶξαι αὐτοὺς ἐκ τῆς ἀγορᾶς πλαγίοις καὶ πλατέσι τοῖς ξίφεσι παίοντας

Συγγενικά

επεξεργασία