Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπλανώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραπλανῶ (χάνω τον δρόμο μου) < ενεργητική φωνή του παραπλανῶμαι. Αναλύεται σε παρα- + πλανώ [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.plaˈno.me/

  Ρήμα επεξεργασία

παραπλανώ

  • ενεργώ έτσι ώστε κάποιος να σχηματίσει λανθασμένο συμπέρασμα
    τα ψεύτικα στατιστικά που παρουσίασε παραπλάνησαν τους εργοδότες, δίνοντάς του περισσότερα κονδύλια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία