παραπλανώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραπλανώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραπλανῶ (χάνω τον δρόμο μου) < ενεργητική φωνή του παραπλανῶμαι. Αναλύεται σε παρα- + πλανώ [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.plaˈno/
Ρήμα
επεξεργασία
παραπλανώ
- ενεργώ έτσι ώστε κάποιος να σχηματίσει λανθασμένο συμπέρασμα
- τα ψεύτικα στατιστικά που παρουσίασε παραπλάνησαν τους εργοδότες, δίνοντάς του περισσότερα κονδύλια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραπλανώ
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ παραπλανώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας